Πόσες φορές δεν σου έχει συμβεί να θέλουν οι σκέψεις να δώσουν μια και να σπάσουν την καταπακτή του μυαλού σου, να ξεπηδήσουν από μέσα και να ξεχυθούν σα χείμαρος για
να εκφράσουν όλα αυτά τα συναισθήματα που η ψυχή έχει με τόσο προσοχή υφάνει στις γωνίες
της καθημερινότητάς σου?
Πόσες αλήθεια είναι οι φορές που άφησες αυτό το χείμαρο να ολοκληρώσει το ταξίδι του και να φτάσει στον τελικό του προορισμό όπου εκεί κάποιο πρόθυμο πέλαγος περιμένει για να τον αγκαλιάσει με τα κύμματά του?
Θλιβερόν, θλιβερόν είναι άλλο πράγμα. Eίναι όταν περνούν κάτι πελώρια πλοία, με κοράλλινα κοσμήματα και ιστούς εξ εβένου, με αναπεπταμένας μεγάλας σημαίας λευκάς και ερυθράς, γεμάτα με θησαυρούς, τα οποία ούτε πλησιάζουν καν εις τον λιμένα είτε διότι όλα τα είδη τα οποία φέρουν είναι απηγορευμένα, είτε διότι δεν έχει ο λιμήν αρκετόν βάθος δια να τα δεχθή. Kαι εξακολουθούν τον δρόμον των. Oύριος άνεμος πνέει επί των μεταξωτών των ιστίων, ο ήλιος υαλίζει την δόξαν της χρυσής των πρώρας, και απομακρύνονται ηρέμως και μεγαλοπρεπώς, απομακρύνονται δια παντός από ημάς και από τον στενόχωρον λιμένα μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήEυτυχώς είναι πολύ σπάνια αυτά τα πλοία. Mόλις δύο, τρία βλέπομεν καθ' όλον μας τον βίον. Tα λησμονώμεν δε ογρήγορα. Όσω λαμπρά ήτο η οπτασία, τόσω ταχεία είναι η λήθη της. Kαι αφού περάσουν μερικά έτη, εάν καμίαν ημέραν - ενώ καθήμεθα αδρανώς βλέποντες το φως ή ακούοντες την σιωπήν - τυχαίως επανέλθουν εις την νοεράν μας ακοήν στροφαί τινες ενθουσιώδεις, δεν τας αναγνωρίζομεν κατ' αρχάς και τυραννώμεν την μνήμην μας δια να ενθυμηθώμεν πού ηκούσαμεν αυτάς πριν. Mετά πολλού κόπου εξυπνάται η παλαιά ανάμνησις και ενθυμώμεθα ότι αι στροφαί αύται είναι από το άσμα το οποίον έψαλλον οι ναύται, ωραίοι ως ήρωες της Iλιάδος, όταν επερνούσαν τα μεγάλα, τα θεσπέσια πλοία και επροχώρουν πηγαίνοντα - τις ηξεύρει πού.
Γιώργη το καλύτερο σχόλιο που θα μπορούσα να διαβάσω. Ευχαριστώ...
ΑπάντησηΔιαγραφή