Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

Στα Εγκαταλελειμμένα Χωριά της Ελλάδος







Μια στιγμή..
 μια μοναδική στιγμή που ποτέ δεν θα είναι ίδια...

 ...στο πέρασμα του χρόνου αμέτρητες,
 πολύ κοντά η μια στην άλλη
διαφορετικές...

...οδηγούν στο αύριο
προσπερνώντας το χθες...

 ...σημάδια παντού...

Οδοιπορικό στους εγκαταλελειμμένους οικισμούς των Κορεστείων (Άνω & Κάτω Κρανιώνα),
"ντυμμένο" με κόκκινη λάσπη, άχυρα και ξύλα.

Στον επαρχιακό παραμεθόριο δρόμο που ενώνει την Καστοριά με τις λίμνες των Πρεσπών μόλις λίγα χιλιόμετρα από την πόλη (βορειοδυτικά) θα συναντήσουμε κάποιους οικισμούς  διαφορετικούς από ότι στην υπόλοιπη Δυτική Μακεδονία (Γάβρος, Μαυρόκαμπος, Χάλαρα, Κρανιώνας).Τα Κορέστεια, όπως ονοµάζονται στο σύνολο τους, είναι γνωστά ως “Τα Πλίνθινα Χωριά” και παρουσιάζουν µια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, σπάνια στον ελλαδικό χώρο σε µέγεθος ολόκληρου οικισµού. Το συγκεκριμένο οδοιπορικό αναφέρεται στο χωριό Κρανιώνας (Άνω και Κάτω οικισμός) και μέσα από την περιγραφή, τις πληροφορίες και τις φωτογραφίες θα προσπαθήσω να σας μεταφέρω νοερά σε αυτό το υπέροχο μέρος.

 

 * Ο πυκνοδομημένος Κρανιώνας με τα μεγάλα διώροφα και τριώροφα πλίνθινα σπίτια που αναπτύσσονται σε ένα οργανικό σύνολο, είναι ένα από τα πολλά εγκαταλελειμμένα χωριά της παραμεθορίου. Στην αεροφωτογραφία διακρίνεται η ελεύθερη διάταξη των σπιτιών, χωρίς σαφή όρια ως προς τις καλλιέργειες, η οποία επιτρέπει τη διέλευση των αγροτικών δρόμων. Στο αριστερό τμήμα της αεροφωτογραφίας ξεχωρίζει το δημοτικό σχολείο, το μόνο με σαφή όρια αυλής.
 (φωτογραφία από www.greekspaces.gr)

 * Στις αρχές του 20ού αιώνα άνθιζε στην περιοχή της Πρέσπας μια διαφοροποιημένη οικονομία (αλιεία, καλλιέργειες και κτηνοτροφία, ξυλεία, επεξεργασία δερμάτων και εμπόριο) που συντηρούσε πολυάνθρωπους οικισμούς με ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα.  Στα χωριά της περιοχής των Κορεστείων κυριαρχούσε εντυπωσιακά η ωμή πλίνθος, φτιαγμένη από το βαθυκόκκινο χώμα της περιοχής. 60-70 σπίτια αποτελούσαν μια οικιστική ενότητα, ενώ σε μικρή απόσταση υπήρχε συχνά μια δεύτερη (Άνω Κρανιώνας, Άνω Μελάς κ.ά.). Εκκλησία, σχολείο (που κατά περίπτωση μόνον διασώζονται) και χάνια για τους ταξιδιώτες ήταν τα μόνα μη ιδιωτικά κτίσματα.

 Άνω Κρανιώνας, ο δεύτερος οικισμός βόρεια του Κρανιώνα. Έξω από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής βρίσκεται η συγκεκριμένη πλακέτα όπου φαίνεται η διάταξη του χωριού καθώς επίσης και τα ονόματα των οικογενειών στις οποίες ανήκαν -ουν οι οικίες.

 * Μέχρι το 1940, δυο διαδρομές συνέδεαν την Καστοριά με τη Φλώρινα: ο "αμαξιτός" δρόμος στα βορειοδυτικά, βατός ακόμη και τον χειμώνα, ανηφόριζε από την Καστοριά στην κοιλάδα της Κορέστης που εκτείνεται από το Πισοδέρι ως την Σλίβενη (σημερινή Κορομηλιά).

Κρανιώνας (άποψη οικισμού από τον Άνω Κρανιώνα)

 * Με κατάφυτα και συχνά χιονισμένα ψηλά  βουνά τριγύρω, άλλοτε απλωμένη κι άλλοτε στενή και στριφογυριστή, με μυστικά λημέρια ληστών, η κοιλάδα ακολουθούσε τη ροή του παραποτάμου του Αλιάκμονα (Βίστριτσα).

 * Τέσσερις ώρες μετά, ο δρόμος συναντούσε το Γκαμπρέσι (Γάβρος), χωριό πλινθόκτιστο, με 300 χριστιανούς και εκκλησία, και λίγο αργότερα έστριβε δυτικά, για την Κορυτσά και τα λιμάνια της Αδριατικής. Η διαδρομή μέχρι τη Φλώρινα απαιτούσε 11 ώρες συνολικά, αλλά ένας καβαλάρης μπορούσε να πάρει το μονοπάτι βορειοανατολικά (την "ημιονική οδό") και να φθάσει σε 8 ώρες. Ανάμεσα στις δύο διαδρομές βρίσκονταν ο Κρανιώνας, ο Μαυρόκαμπος, τα Χάλαρα, ο Άγιος Αντώνιος, πιο βόρεια το Μακροχώρι και ο Μελάς, που από το 1999 αποτελούν το δημοτικό διαμέρισμα των Κορεστείων.

Η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής (Άνω Κρανιώνας)

 * Σήμερα το τοπίο είναι αρκετά αλλαγμένο. Η εθνική οδός Ε-86, πάνω στην παλιά χάραξη, συναντά και πάλι την αυξημένη κίνηση προς το μεθοριακό φυλάκιο της Κρυσταλλοπηγής που συνδέει την Ελλάδα με την Αλβανία. Τα 65 χιλιόμετρα μεταξύ Φλώρινας και Καστοριάς διασχίζονται γρήγορα. Ο Κρανιώνας, ο Γάβρος (ερειπωμένα πλέον), ο Νέος Οικισμός (Κορέστεια) αφηγούνται με την εικόνα τους τις περιπέτειες του παραμεθόριου ορεινού χώρου στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, μετά τον Εμφύλιο.

Συναντήσαμε τον Κυρ-Μανώλη στο εσωτερικό της εκκλησίας. Μας καλοδέχθηκε και προσφέρθηκε να μας ξεναγήσει για λίγο στον εσωτερικό χώρο της εκκλησίας ανακαλώντας ταυτόχρονα από την μνήμη του θύμισες και εικόνες...

 * Μέχρι το 1923 μουσουλμάνοι ζούσαν στον Άγιο Αντώνιο (τότε Ζερβαίνη), ενώ τα υπόλοιπα χωριά κατοικούνταν από χριστιανούς, ανάμεικτους όσον αφορά τις συμπάθειές τους στην ελληνορθόδοξη και στην εξαρχική εκκλησία. Με μέσο μέγεθος 600 έως 700 κατοίκων και ονομασίες που υποδήλωναν το σλαβόφωνο ιδίωμα της περιοχής, αντιμετώπισαν με μικρές απώλειες την ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό κράτος το 1912. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, 50 προσφυγικές οικογένειες εγκαταστάθηκαν στον Άγιο Αντώνιο, διατηρώντας σταθερό τον αριθμό των 4.000 κατοίκων στους επτά οικισμούς μέχρι το 1940.

Άποψη από το καμπαναριό της εκκλησίας. Διακρίνεται η ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στην κορυφή του καμπαναριού.
 

* Ο πόλεμος και στη συνέχεια ο εμφύλιος έπληξαν οδυνηρά την περιοχή, η οποία αντιμετωπίσθηκε με καχυποψία από τους νικητές λόγω της παρουσίας σλαβόφωνων. Οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν εκουσίως ή ακουσίως σε κέντρα ασφαλείας του στρατού, ενώ πολλοί αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν οριστικά τη χώρα. 

 * Η απογραφή του 1951 καταγράφει σοβαρότατες απώλειες στους επτά οικισμούς (-43,25%), σχεδόν διπλάσιες από εκείνες στο σύνολο του νομού Καστοριάς, που είναι οι μεγαλύτερες στην επικράτεια.
 


 * Η πληθυσμιακή μείωση στην επαρχία Καστοριάς (που γίνεται νομός το 1941) μεταξύ 1940 και 1951 ανέρχεται σε 17.868 άτομα, δηλαδή 27,80%. Είναι η περιοχή με τη μεγαλύτερη μείωση στην Ελλάδα, και έπεται ο νομός Φλωρίνης (21,94%). Βλάχικοι πληθυσμοί από τη Θεσσαλία μεταφέρθηκαν στα γύρω χωριά σε μια μάλλον αποτυχημένη εποικιστική προσπάθεια. Η έξοδος συνεχίσθηκε προς τις πόλεις και τη Γερμανία, ενώ ελάχιστοι "επαναπατριζόμενοι" επωφελήθηκαν από χρηματικές ενισχύσεις για επισκευές.

Το κοκκινόχωμα από το οποίο είναι χτισμένα τα σπίτια του οικισμού δημιουργούν ένα πολύ όμορφο θέαμα την ώρα της δύσης του ηλίου

 * Με τη δημιουργία ενός οικισμού σε νέα θέση, η πολιτεία επιδίωξε να αναστρέψει την κατάρρευση της τοπικής οικονομίας και τη φυγή του εναπομείναντος πληθυσμού. Σταδιακά από το 1974, οι κάτοικοι συγκεντρώνονται στα Κορέστεια, που το 2001 είχαν 420 κατοίκους επί συνόλου 1.142 στο διαμέρισμα. 40 εκτάρια μοιράζονται σε δημόσιους χώρους που παραμένουν αδιαμόρφωτοι, και σε 250 οικόπεδα με εμβαδόν 800 τ.μ. κατά μέσον όρο. Δημαρχείο, πολιτιστικό και αθλητικό κέντρο, σχολείο, εκκλησία και ξενώνες συμπληρώνουν τον "εξοπλισμό" της κωμόπολης, ενώ στους κατοίκους παρασχέθηκε μια ποικιλία τύπων κατοικίας.
 

 



 

Κυρ-Γιάννης, βοσκός της περιοχής. Με το χαμόγελο στα χείλη μας υποδέχθηκε στον "χώρο του" και μας ανέφερε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στην περιοχή, ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες
 

Ο χώρος όπου τον Σεπτέμβριο του 2012 η Μελίνα Κανά και η Λιζέτα Καλημέρη πραγματοποίησαν συναυλία.
 

Ο Δημήτρης (αριστερά) ο οποίος είναι ένας από τους τελευταίους κατοίκους που εγκαταλείψαν τον παλιό οικισμό (1981) για να εγκατασταθεί στον νέο. Κτηνοτρόφος στο επάγγελμα, χαμογελαστός και ευγενέστατος. Η "άλλη" Ελλάδα, η Ελλάδα που ακόμα αντιστέκεται...
 

Το παλιό σχολείο όπου πλέον χρησιμοποιείται ως αχυρώνας.....
 

Περπατώντας στους δρόμους του χωριού έρχεσαι αντιμέτωπος με μια εκκωφαντική σιγή...
 

 Τα Κορέστεια θυμίζουν κινηματογραφικό σκηνικό. Ήταν επιλογή του Θόδωρου Αγγελόπουλου για να γυρίσει σκηνές από «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» και του Παντελή Βούλγαρη για την «Ψυχή Βαθιά».
 

 

 ** Ο Γιάννης Χατζηγώγας, καθηγητής στην Αρχιτεκτονική σχολή του Α.Π.Θ. στο βιβλίο του “Το cinema του αρχιτέκτονα”, αναφέρει µεταξύ άλλων ότι “…άλλα πράγµατα βλέπει κάθε άνθρωπος στον αρχιτεκτονικό χώρο. Ανάλογα µε τη γλώσσα που µιλά, το φώτοσοπ του µυαλού του, τις θεωρίες και τους τρόπους απεικόνισης και άλλα, ανάλογα µε τα βιώµατα του και το τί σχεδιάζει ως συνέχεια της όρασης”


 ** Αυτό ακριβώς συµβαίνει και στην περίπτωση των Κορεστείων. Οι επισκέπτες που καταφθάνουν µε τα τουριστικά λεωφορεία κάθε Κυριακή αντικρίζουν ερειπωµένα χωριά, χτισµένα από κοκκινόχρωµα πλιθιά, θαυµάζοντας τη σπανιότητα της κατασκευής τους µε τον ίδιο τρόπο που θα θαύµαζαν και κάποια πλατεία στην πόλη της Βενετίας, ενώ µοναχικοί ταξιδευτές απολαµβάνουν ένα ταξίδι στο χρόνο ανάµεσα στα σπίτια από λάσπη και άχυρο και στη φύση όπου δεσπόζει το κοκκινόχωµα. Ακόµη και άνθρωποι από το χώρο του κινηµατογράφου, όπως ο Παντελής Βούλγαρης µε την ταινία του “Οι Νύφες”, είδαν στον τόπο αυτό το απόλυτο κινηµατογραφικό σκηνικό.




 ** Η αρχιτεκτονική, όµως, ενυπάρχει σε καθεµιά από τις οπτικές αυτές, αλλά ταυτόχρονα και στο σύνολο τους. Τα χωριά των Κορεστείων (Πάνω και Κάτω Κρανιώνα, Πάνω και Κάτω Μελάς, Μακροχώρι, Χαλάρα, Μαυρόκαµπος, Άγιος Αντώνιος και Γάβρος), εκτός από εκείνο του Νέου Οικισµού, χτίστηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα εξολοκλήρου από ανεπίχριστα άψητα, ωµά τούβλα. Τα επονοµαζόµενα πλιθιά, ή αλλιώς πλίθρες, φτιάχνονταν από λάσπη και άχυρα, ως συνδετικό υλικό στο ρόλο του κονιάµατος, τοποθετούνταν σε καλούπια και ξεραίνονταν στον ήλιο. Μόνο στη θεµελίωση χρησιµοποιούνταν λιθοδοµή, όπου και στηρίζονταν οι πλίθρες.




 ** Τα καλύτερα διατηρηµένα κτίσµατα, που αγωνίζονται να κρατήσουν ανέπαφα τα κατασκευαστικά και µορφολογικά τους χαρακτηριστικά, βρίσκονται στην Άνω και Κάτω Κρανιώνα.
 

** Στα εδώ πλιθρόκτιστα κτίσµατα φαίνεται ευδιάκριτα ο τρόπος κατασκευής µε τις ενδιάµεσες ξυλοδεσιές και σε ορισµένες περιπτώσεις η χρήση µιας ελαφριάς, ξυλόπηκτης κατασκευής, τύπου τσατµά (πλαισιωτός σκελετός). Ο τρόπος χτισίµατος µε ωµές πλίθρες δεν ήταν βέβαια άγνωστος στις υπόλοιπες περιοχές του ηπειρωτικού χώρου της Ελλάδας. Χρησιµοποιούνταν όµως, όχι για το σύνολο των κτισµάτων ενός οικισµού όπως συµβαίνει στα Κορέστεια, αλλά µεµονωµένα, για την ανέγερση βοηθητικών, πρόχειρων κτισµάτων. Αντίθετα, ο εµπειρικός αυτός τρόπος κατασκευής στην περίπτωση των Κορεστείων δεν είναι καθόλου πρόχειρος, κάτι που διαφαίνεται σε ορισµένες κατασκευαστικές λεπτοµέρειες, όπως στα ανακουφιστικά τόξα πάνω από το ανωκάσι των κουφωµάτων.
 

 

 

 


 ** Τα κουφώµατα είναι απλές, αδρές, ξύλινες κατασκευές όπου ελάχιστα τζαµλίκια έχουν σωθεί. Χαρακτηριστική είναι η εξώπορτα των σπιτιών, η οποία είναι δίφυλλη και αρκετά φαρδιά, καθώς από εκεί περνούσαν τόσο οι άνθρωποι, όσο και τα ζώα. Εξωτερικά επιχρίσµατα συναντώνται σπάνια, κυρίως σε νεότερα κτίσµατα, και στις ελάχιστες αυτές περιπτώσεις παρατηρείται µια απαλή απόχρωση του γαλάζιου, όπου το χρώµα φαίνεται να αναµιγνύονταν µαζί µε τον σοβά.
 

 

 

**  Όσον αφορά στη µορφολογία, τα κτίσµατα του οικισµού είναι κατά βάση πλατυµέτωπα και διώροφα, µε τριµερή διάταξη της κάτοψης και στους δύο ορόφους. Στο ισόγειο, οι δύο ακριανοί χώροι έχουν λίγα και µικρά παράθυρα, επικοινωνούν µόνο µέσω του τρίτου χώρου που βρίσκεται ανάµεσα τους και χρησιµοποιούνται κατά κανόνα για τις γνωστές δευτερεύουσες λειτουργίες των αγροτικών σπιτιών, δηλαδή για αποθήκευση, για στάβλιση των ζώων και κατά περίπτωση, για κάποιες ειδικές εργασίες.
 

 

 Ο ενδιάµεσος χώρος φιλοξενεί τη σκάλα και στην όψη του υπάρχει η εξωτερική είσοδος, διαδραµατίζοντας έτσι ρόλο κόµβου της κατακόρυφης κυκλοφορίας. Στον όροφο ο αντίστοιχος προθάλαµος εµφανίζεται άλλοτε µερικά ή ολικά κλειστός και άλλοτε, προεκβάλλει προς τα έξω µε τη µορφή µικρού µπαλκονιού, στηριζόµενο πάνω σε ξύλινα φουρούσια.
 

 




 ** Αντίστοιχη διάταξη δωµατίων µε εκείνη του ισογείου, ακολουθείται και στον όροφο, µε την εσωτερική συµµετρία να γίνεται πάντα εµφανής και στη µακριά όψη του κατά βάση ορθογώνιου κτίσµατος. Το ένα δωµάτιο, όπου συνήθως υπάρχει και το τζάκι, αξιοποιείται για την εσωτερική ζωή των µελών της οικογένειας και λειτουργεί ως κουζίνα, καθιστικό και υπνοδωµάτιο µε τις ονοµασίες σπίτι, µαγειρειό, οντάς.





 

 ** Ο δεύτερος χώρος χρησιµοποιείται κυρίως ως καλό δωµάτιο για την υποδοχή ξένων, µε τις ονοµασίες σάλα ή µουσαφίρ οντάς. Ο Κωνσταντίνος Παπαϊωάννου στα πολύτιµα κείµενά του για το ελληνικό παραδοσιακό σπίτι επισηµαίνει ότι “…πιθανότερα θα χωρίζονταν στοιχειωδώς ο χώρος διηµέρευσης και µαγειρέµατος από εκείνη του ύπνου. Το βέβαιο πάντως είναι ότι, η όποια χωροθέτηση των λειτουργιών θα χαρακτηριζόταν από ευελιξία”.
 



 

 

 

 

 ** Μπορεί λοιπόν, στην εσωτερική διάρθρωση να εµφανίζεται µια ευελιξία, ωστόσο εξωτερικά και µάλιστα στο σύνολό τους τα κτίσµατα φαίνονται να έχουν κτισθεί µε έναν συγκεκριµένο προσανατολισµό. Έχοντας όλα, τα βλέµµατα τους στραµµένα προς µια κατεύθυνση, µοιάζουν να σε κοιτούν σαν να ζητούν κάτι από εσένα. Αυτό µαρτυρεί κι η χωροθέτησή τους, καθώς τα ανοίγµατα των κτισµάτων βρίσκονται στην ευεργετικότερη, νότια πλευρά, ενώ είναι ανύπαρκτα στη βορεινή, πίσω όψη. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι, ακόµη κι οι σύγχρονες τάσεις της λεγόµενης βιοκλιµατικής αρχιτεκτονικής στηρίζουν τις θεµελιώδεις αρχές τους στη λαϊκή αρχιτεκτονική.
 

 

 

 ** Μια αρχιτεκτονική που παλεύει να επιβιώσει στο πέρασµα του χρόνου. Μια µοναδική περίπτωση άλλωστε, αποκατάστασης ενός κτιρίου στην Κρανιώνα, αλλά ακόµη περισσότερο η άριστη κατάσταση του συνόλου των κτισµάτων, µέσα στο κινηµατογραφικό αλλά απόλυτα εναρµονισµένο µε τη φύση σκηνικό, µοιάζουν να βροντοφωνάζουν για µια άµεση, ήπια επέµβαση, συντήρηση και αξιοποίηση αυτού του µαγευτικού τόπου.
 

 

 

 

 

 

Ευχαριστώ τον φίλο και συνοδοιπόρο Κώστα Αλεξίου που με συνόδευσε και σε αυτό το οδοιπορικό.






 

 Ο επίλογος του οδοιπορικού μου θα είναι μια έκληση σε όλους εκείνους που έχουν την δύναμη και την θέληση να προστατέψουν αυτόν τον μοναδικό θυσαυρό πολιτιστικής κληρονομιάς. Είναι πραγματικά πολύ κρίμα τέτοια μνημεία να τα αφήνουμε στο έλεος του αδυσώπητου χρόνου....

Σας ευχαριστώ για τον χρόνο που αφιερώσατε
Πάντα όρθιοι...

 Πηγές:
Φωτογραφία και σχόλια: Βαγγέλης Γκαραγκούνης
* Ιστορικές Πληροφορίες: http://www.greekscapes.gr/index.php
** Περί Αρχιτεκτονικής: Δήμητρα Κύρκου Αρχιτέκτων - Μηχανικός ΑΠΘ