Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Ένα σκασμένο λάστιχο, ένας ελαττωματικός ανορθωτής και μια ξεχασμένη ταυτότητα.


Μετά από αρκετό καιρό βρίσκομαι και πάλι μπροστά στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή μου για να αποτυπώσω μια ακόμη μικρή περιπέτεια, ένα ακόμη οδοιπορικό, μια ακόμη όμορφη βόλτα.


Μετά από αρκετό καιρό βρίσκομαι και πάλι μπροστά στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή μου για να αποτυπώσω μια ακόμη μικρή περιπέτεια, ένα ακόμη οδοιπορικό, μια ακόμη όμορφη βόλτα.
Δύσκολο όπως κάθε φορά, δυσκολότερο τώρα μιας και λόγω πολλών επαγγελματικών υποχρεώσεων έχουν μείνει αρκετά οδοιπορικά που δεν έχω ανεβάσει στο blog μου και σιγά-σιγά θα φροντίσω να ανέβουν.
Η αλήθεια είναι πως η απουσία από την συγγραφή των οδοιπορικών μου είναι τέτοια που αναρωτιέμαι αν τελικά θα ήταν καλύτερο να ανεβάσω μόνο τις φωτογραφίες με κάποια περιγραφή μιας και υπάρχει μια αντικειμενική δυσκολία στο να συγκροτήσω τον γραπτό μου λόγο και να "στήσω" το συγκεκριμένο οδοιπορικό.
Η προσπάθεια θα γίνει με παρέα ένα ποτήρι κρασί και ένα τσιγάρο να σιγοκαίει στο τασάκι και ελπίζω στο τέλος να καταφέρω να αποδώσω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την μικρή περιπέτεια που έζησα με τον φίλο Αποστόλη.
Δεν ακολουθεί κάποια super-duper βόλτα. Δεν αφορά διάσχιση δεκάδων κρατών, αχανών εκτάσεων ή άγονων γραμμών. Ίσως για πολλούς το άκουσμα του προορισμού να δημιουργήσει μια αποστροφή.
Πρόκειται για ένα οδοιπορικό στη γείτονα Αλβανία. Στην ουσία κάτι λιγότερο από 48 ώρες στους δρόμους της Ελλάδας, των Σκοπίων και της Αλβανίας με τους τροχούς μας να "γράφουν" περίπου 1500 χιλιόμετρα.
Οι βαλίτσες μας φορτώθηκαν, 2 εσώρουχα,2 ζευγάρια κάλτσες, αδιάβροχα, πίτα με κορτάρι, νερό, καύσιμο στα ντεπόζιτα, ταυτότητες, πράσινες κάρτες και φύγαμε...  



Η διαδρομή γνωστή και κάποιες στάσεις επιβεβλημένες μέχρι να φτάσουμε στην Φλώρινα και να πιούμε τον πρωϊνό μας καφέ. Στη συνέχεια σύνορα (Νίκη) και  στάση στα Duty Free για τα απαραίτητα (μισοτιμής) εφόδιά μας.












Αδιάφορη διαδρομή αν εξαιρέσω τα πέτρινα τούνελ και άφιξη στη Bitola.
Έξοδος από την πόλη και κατεύθυνση προς Οχρίδα. Μετά από λίγα χιλιόμετρα νιώθω την ουρά της Αφρικάνας να ψαρεύει. Το οδόστρωμα χωρίς να έχει ιδιαίτερες αυλακώσεις δεν δικαιολογούσε τέτοια συμπεριφορά. Φλάς και στάση δεξιά σε ένα μικρό άνοιγμα του δρόμου. Όπως το φαντάστηκα, το πίσω λάστιχο πλάκα χωρίς καθόλου αέρα. Σε 2-3 λεπτά έρχεται και ο Αποστόλης που προπορευόταν.
- Έλα ρε τι έγινε?
- Πίσω λάστιχο.
-Α, μην ανησυχείς, έχω τρόμπα μαζί μου...

- Τι λες ρε αθεόφοβε? Έχουμε κάνει χιλιάδες χιλιόμετρα μαζί, δεν κουβαλήσαμε ποτέ μαζί μας, ούτε καν φαστ και τώρα κουβάλησες ολόκληρη τρόμπα? (παλιογκαντέμη)

Σε λίγα λεπτά το λάστιχο είχε φουσκώσει αλλά έχανε από την βαλβίδα του αέρα. Η μόνη λύση ήταν η επιστροφή στη Bitola και η αναζήτηση κάποιου βουλκανιζατερ. 
Μετά από λίγη ώρα (και αρκετές ερωτήσεις στους ντόπιους) βρισκόμαστε μπροστά σε ένα μαγαζί? (3χ4), 3-4 εργαλεία από εδώ, 3-4 εργαλεία από εκεί , τον αρχιμάστορα και το τσιράκι. Προσπάθεια επικοινωνίας στα Αγγλικά τπτ, προσπάθεια επικοινωνίας στα Ελληνικά τπτ, πέταξε ο Αποστόλης 4-5 Ιταλικές λέξεις (σχέση με φαγητό είχαν,περισσότερο για να τους ψαρώσει) πάλι τπτ. 

Και αρχίζει η διαδικασία συνεννόησης μέσω νοηματικής. Εκεί πλέον καταφέραμε να βγάλουμε άκρη. Ξεμοντάρουν το πίσω λάστιχο και εμφανίζονται 3 κομμάτια σαμπρέλας. Εντελώς διαλυμένη και ακόμα απορώ πως με τον αέρα που βάλαμε στην μέση του δρόμου το λάστιχο λειτούργησα σαν  tubless και κατάφερα να ξαναγυρίσω στην Bitola.

Ξεκινάει ο Αποστόλης για αναζήτηση σαμπρέλας και μετά από 1 ώρα επιστρέφει χωρίς να έχει καταφέρει να βρει κάτι. Πάμε μου κάνει νόημα το τσιράκι. Μπαίνουμε στο αυτοκινητό του και αφού επισκεφθήκαμε 2-3 ποδηλατάδικα καταλήξαμε πως κανείς δεν έχει σαμπρέλα για μοτοσυκλέτα. Σε ένα από αυτά κάποιος είχε μια ξεχασμένη 18άρα. Επιστρέφουμε και την αγοράζω (20 ευρώ) και επιστρέφουμε στο  βουλκανιζατερ. Λάθος νούμερο σαμπρέλας αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Μετά από λίγη ώρα το μωρό μου και πάλι στα πόδια του. "Τι χρωστάμε" του κάνω. "50 ευρώ" μου κάνει ο τύπος, πάω να βγάλω 20, επεμβαίνει ο Αποστόλης και του δίνει 5 ευρώ. Τον ευχαριστήσαμε, μας ευχαρίστησε και ξεκινήσαμε για Οχρίδα.





Φτάσαμε σχετικά νωρίς το απόγευμα και ενώ είχαμε σχεδιάσει να πιούμε καφέ αλλαγή πλάνων και εκκίνηση για Αλβανία. Τυπική διαδικασία στα σύνορα και πλέον οδηγούμε στους Αλβανικούς δρόμους. Όποιος έχει ζήσει αυτό το συναίσθημα καταλαβαίνει απολύτως τα παρακάτω. Οι Αλβανοί οδηγοί δεν έχουν την παραμικρή ιδέα από από την φράση "Οδηγώ με ασφάλεια". Κάποιες από τις φράσεις που θα μπορούσαν να αντικατοπτρίσουν την πραγματικότητα είναι "Οδηγούν χωρίς αύριο", "Οδηγούν με την ταυτότητα στο στόμα". Σε αυτούς τους δρόμους πραγματικά όποιος οδηγεί θα πρέπει να προσέχει όχι μόνο την δική του συμπεριφορά στον δρόμο αλλά και του απέναντι, και του δίπλα και του πίσω και γενικά να έχει τα μάτια του 104.  Δεν ισχύουν προτεραιότητες, σήμανση και φυσικά δεν χωράνε τσαμπουκάδες. Απλώς μπαίνεις στον ρυθμό της οδηγησής τους και κάνεις τον σταυρό σου.
Για ένα μεγάλο μέρος της διαδρομής μέχρι το Elbasan η διαδρομή είναι πολύ όμορφη. Ο δρόμος σε καλή γενικά κατάσταση αλλά όπως είπα και πιο πάνω χρειάζεται μεγάλη προσοχή.










Σούρουπο πλέον και μπαίνουμε στο Elbasan. Μια αρκετά όμορφη πόλη και λόγω της ώρας της άφιξής μας ο κεντρικός τεράστιος δρόμος-πεζόδρομος έσφιζε από ζωή.
Στάση στην άκρη του δρόμου και καφές σε ένα  cafe που πιστέψτε με δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τα αντίστοιχα Ελληνικά. Αλβανοί και Αλβανίδες σικάτα ντυμένοι (καμιά σχέση από την εικόνα που πιθανόν να έχετε σχηματίσει για αυτόν τον λαό). Αφού πληρώσαμε τους καφέδες και κάποια σάντουιτς που φάγαμε (όχι πάνω από 4 ευρώ) ξεκινήσαμε για Τίρανα. 




Με την νύχτα πλέον να έχει κάνει την εμφάνισή της η οδήγηση ήταν αρκετά δύσκολη. Όσο πλησιάζαμε στα Τίρανα η κίνηση ήταν και πιο αυξημένη, οι ταχύτητες χαμηλές και η προσοχή μας στα κόκκινα. Αν θυμάμαι καλά πριν τα Τίρανα κατασκευάζεται καινούριος δρόμος (όχι πολλών χιλιομέτρων) ο οποίος χωρίς να είναι έτοιμος έχει δοθεί στην κυκλοφορία. Επικίνδυνο το συγκεκριμένο κομμάτι μιας και η έλλειψη σήμανσης δημιουργεί πολλά προβλήματα.

Άφιξη στην πρωτεύουσα της Αλβανίας αργά το βράδυ. Πόλη σύγχρονή με πολύ κίνηση όπου μπορείς να βρεις τα πάντα μιλώντας μάλιστα Ελληνικά (από ένα σημείο και μετά μιλούσαμε μόνο Ελληνικά με όποιον άνθρωπο συναντούσαμε είτε για να ρωτήσουμε κάτι είτε για να ζητήσουμε κάποια βοήθεια.) Μείναμε για περίπου μία ώρα στην άκρη μιας κεντρικής οδού με παρέα μας έναν ταξιτζή ο οποίος είχε ζήσει 15 χρόνια στην Ελλάδα.

Ανοίγοντας μια παρένθεση εδώ θα ήθελα να αναφερθώ στους Αλβανούς. Καταρχήν σε όποιο σημείο συναντήσαμε κάποια δυσκολία ή ζητήσαμε βοήθεια οι άνθρωποι ήταν φιλικοί, ευγενικοί και μας εξυπηρετήσαν. Με το που τους πλησιάζαμε καταλάβαιναν πως είμαστε Έλληνες και μας μιλούσαν Ελληνικά. Όλοι τους είχαν να πουν μια καλή κουβέντα για την Ελλάδα ενώ συγκρατησα μια κουβέντα ενός Αλβανού που μας είπε πως "εσείς στην Ελλάδα τρώτε ελαιόλαδο ενώ εμείς σπορέλαιο". Κλείνω παρένθεση και συνεχίζω...

Βγαίνουμε από τα Τίρανα πολύ αργά πλέον με τελικό προορισμό το Δυράχιο. Δρόμος επίσης με πολύ κίνηση, πάρα πολλά βενζινάδικα (η σχέση της τιμής με την ποιότητα της βενζίνης στην Αλβανία είναι σε τέτοια επίπεδα που στην Ελλάδα μόνο στα όνειρα μας μπορούμε να τη ζήσουμε. Γέμισμα στην Ελλάδα με 1,60 ευρώ το λίτρο και γυριζω στην ρεζέρβα στα 300 περίπου χιλιόμετρα. Γέμισμα στην Αλβανία με 1,14 το λίτρο και γύρισα στην ρεζέρβα στα 400 χιλιόμετρα. Πληρώνουμε νερό για βενζίνη....

Άφιξη στο Δυράχιο και αναζήτηση ξενοδοχείου. Πάρα πολλά τα ξενοδοχείο σε μια σχετικά καλοδομημένη πόλη σε σχέση με άλλες (πχ Elbasan). 50 ευρώ το δίκλινο σε κάποιο ξενοδοχείο "κάτι Palace".  5 αστέρων, καθαρό, περιποιημένο, με πρωϊνό και με τις μηχανές μας παρκαρισμένες στο υπόγειο πάρκινγκ.

Ένα τελευταίο τσιγάρο σε μια κουραστική ημέρα, ο Αποστόλης είχε ήδη ξαπλώσει προσπαθώντας να κοιμηθεί σε μια θορυβώδη νύχτα (χεχεχε).

Πρωϊνό ξύπνημα μιας και είχαμε αρκετά χιλιόμετρα να διανύσουμε και θέλαμε να κατέβουμε από τα παράλια του Ιονίου πριν μπούμε στην Ελλάδα. Καλούτσικο το πρωϊνό του ξενοδοχείου χωρίς τπτ ιδιαίτερο. Check out χωρίς πολλά λόγια από τον χοντρούλη ρεσεψιονιστ του ξενοδοχείου και το κλειδί στην μίζα.

Δεν θυμάμαι και πολλά από την διαδρομή εκείνου του πρωϊνού, μάλλον ψιλοαδιάφορη. Οι ομορφιές άλλωστε κρύβονται παρακάτω κοντά στο Φιέρ, στον Αυλώνα και στους Αγίους Σαράντα.
Έχοντας ξεκινήσει νωρίς και έχοντας την άσχημη συνήθεια να θέλουμε να εξερευνήσουμε όσο περισσότερα μπορούμε σε ένα ταξίδι αποφασίζουμε να κατευθυνθούμε προς το  DivJake.
Στάση για τσιγάρο σε ένα κλειστό βενζινάδικο και μετά από λίγο ξανά το κλειδί στη μίζα. Γυρίζω το κλειδί και όπως ήταν αναμενόμενο η Άφρικα πήρε μπροστά. Γυρίζει και ο Αποστόλης το κλειδί (που πας ρε καραμήτρο) και το Cappo σιγή ιχθύος. Ωραία πράματα....
Τελική διάγνωση, ανορθωτής...

Κόσμος περνούσε, κόσμος σταματούσε και όλοι ήθελαν να βοηθήσουν. Ένας πιτσιρικάς δε βρήκε σε χρόνο dt ένα κατσαβίδι και κόλλησε σα τσιμπούρι για να μας δώσει τις γνώσεις του. Είπα και πιο πάνω πως οι Αλβανοί είναι φιλικοί και ευγενικοί σε σημείο παρεξηγήσεως...
Η μόνη λύση για να φύγουμε από το DivJake ήταν να αλλάζουμε τις μπαταρίες από το ένα μηχανάκι στο άλλο κάτι που μέχρι τα σύνορα πρέπει να κάναμε 3 ή 4 φορές. Φυσικά κάθε φορά δεν ξεχνούσα να υπενθυμίζω στον Αποστόλη τον Ιάπωνα σωτήρα του, χαχαχαχα.


Πολύ όμορφο το υπόλοιπο κομμάτι της διαδρομής (ειδικά από το Φιερ και κάτω) Ωραίες παραθαλάσσιες διαδρομές και 1-2 όμορφα πάσα που μας ανεβάσαν ψηλά έχοντας στο δεξί μας χέρι τη θέα του Ιονίου πελάγους.
Στους Αγίους Σαράντα η μεγάλη στάση της ημέρας. Μια όμορφη παραθαλάσσια πόλη χτισμένη αμφιθεατρικά, ήσυχη και καθαρή. Για 1 πίτσα, 1 καφέ και 1 αναψυκτικό πληρώσαμε 5 ευρώ.
















Με τα σύνορα πλέον να βρίσκονται πολύ κοντά ξεκινήσαμε για να καταφέρουμε να είμαστε σχετικά νωρίς στη βάση μας. Περίπου στις 19:00 βρισκόμασταν στα σύνορα από την πλευρά της Αλβανίας. Στάση δεξιά για να ετοιμάσουμε τα χαρτιά μας (ταυτότητες, πράσινες κάρτες). 

Το βλέμμα του Αποστόλη παγώνει..."Δεν μπορώ να βρω την ταυτότητα" μου λέει. "Τι λες ωρέ παλικάρι...ψάξε καλύτερα" του απαντώ. Για να μην τα πολυλογώ η ταυτότητα δεν υπήρχε πουθενά. Σε μια αναλαμπή της μνήμης του θυμάται πως όταν φεύγαμε από το ξενοδοχείο στο Δυράχιο ο χοντρούλης ρεσεψιονίστ του έβαλε σε ένα φάκελο την απόδειξη πληρωμής και την ταυτότητα (?). Ανοίγει τον φάκελο και μέσα υπήρχε μόνο η απόδειξη από το δωμάτιο. Η ταυτότητα βρισκόταν στην ρεσεψιον....Η ώρα είχε πάει 20:00 και η νύχτα είχε ήδη απλώσει το πέπλο της. Τηλεφώνημα στο ξενοδοχείο και μας επιβεβαιώνουν πως η ταυτότητα του Αποστόλη όντως βρίσκεται εκεί. Στο Δυράχιο...285 χιλιόμετρα μακριά...

Οκ, ηρεμία, να σκεφτούμε τι εναλλακτικές έχουμε...Να περάσουμε από τα σύνορα χωρίς ταυτότητα αποκλείεται, να μας στείλουν μια φωτοτυπία με φαξ ώστε να περάσουμε και βλέπουμε, να μας τη στείλουν με ένα ταξί, να περιμένουμε να ξημερώσει και να πάμε να την πάρουμε, να γυρίσουμε και να την πάρουμε άμεσα.

Βρίσκουμε ένα υπάλληλο και προσπαθούμε στα Αγγλικά να του δώσουμε να καταλάβει το πρόβλημά μας. Μας ακούει, μας λέει να περιμένουμε και μπαίνει μέσα στο γκισέ του. Η ώρα πέρναγε και απάντηση δεν μας έδινε στο αν μπορούσε να γίνει κάτι με το θέμα μας. Σαν να μην υπήρχαμε εκεί...Τον ενοχλούμε ξανά, μουρμουρίζει κάτι στα Αλβανικά και φωνάζει τον προιστάμενο. Λίγα μέτρα πιο μακριά μας και αφού ανταλλάξαν κάποιες κουβέντες παρατηρώ τον προϊστάμενο να κάνει την κίνηση του κεφαλιού του που σημαίνει άρνηση. "Την κάτσαμε" σκέφτομαι. Έρχεται ο υπάλληλος και μας λέει πως μόνο με ταυτότητα θα μπορούσαμε να περάσουμε...
Ξεκινάω μόνος μου και αφού δείχνω την ταυτότητα μου και την πράσινη κάρτα περνάω στο Ελληνικό φυλάκιο. Βρίσκω τον προϊστάμενο και του λέω το πρόβλημά μας. "Μπλέξατε" μου λέει, "δεν υπάρχει περίπτωση να σας αφήσουν να περάσετε. Είσαστε και επιπλέον άτυχοι γιατί εδώ και 6 μήνες έχει έρθει καινούριο προσωπικό το οποίο δεν γνωρίζουμε. Αν ήταν οι παλιοί ίσως κάτι να μπορούσαμε να κάνουμε. "Αν του δώσουμε το κατιτίς, έχουμε ελπίδες?"τον ρωτάω. Ανασήκωσε τους ώμους του και επέστρεψε στον γκισέ του να συνεχίσει τη δουλειά του.

Επιστροφή και πάλι στον Αποστόλη μήπως υπήρχε κάτι νεότερο. Τι θα μπορούσε να υπάρξει άλλωστε, η ταυτότητα εξακολουθούσε να βρίσκεται 285 χιλιόμετρα μακριά. Ούτε τα νέα από την πλευρά μου ήταν καλά οπότε έπρεπε να πάρουμε μια απόφαση άμεσα. Δευτέρα η επόμενη ημέρα και έπρεπε και οι δύο να είμαστε στις δουλειές μας.

Το να δώσουμε χρήματα στον υπάλληλο ήταν κάτι που απορρίψαμε από την πρώτη στιγμή. Ένα σύγχρονο "Εξπρες του μεσονυκτίου" στην Αλβανία δεν θα ήταν και ότι καλύτερο.
Το να μας στείλουν με φαξ την ταυτότητα και με αυτό το χαρτί να περάσουμε μας το απέρριψαν νωρίτερα.
Το να μας τη στείλουν με ταξί είχε τα αρνητικά του. 120 ευρώ το κόστος + κάποιες ώρες η ταυτότητα στα χέρια κάποιου αγνώστου μέσα στην Αλβανία.
Το να περιμένουμε να ξημερώσει και να πάμε να την πάρουμε ήταν η πιο λογική λύση. Έλα όμως που η λογική πολλές φορές δεν έχει θέση στα μυαλά μας....
"Θα πάω εγώ να την πάρω" λέω του Αποστόλη. "Με τίποτα" μου λέει, "κάποια άλλη λύση θα υπάρχει". Δεν υπήρχε όμως κάτι άλλο...
Του είπα πως νιώθω ξεκούραστος και πως θα καταφέρω σε λίγες ώρες να είμαι πίσω με την ταυτότητά του. Η λύση να πάμε και με τις δύο μοτοσυκλέτες πίσω απορρίφθηκε από την αρχή λόγω πως τα χρήματα για τις βενζίνες ήταν περιορισμένα, αλλά και επιπλέον η μηχανή του Αποστόλη δεν μπορούσε να ταξιδέψει λόγω του προβλήματος του ανορθωτή.

Αφού λοιπόν ξεφορτώσαμε από βαλίτσες την Αφρικάνα ήρθε η ώρα να ξεκινήσω. Η ώρα ήταν περίπου 21:00 και έπρεπε να διανύσω περίπου 250 χιλιόμετρα (μέσω Αργυρόκαστρου αυτή τη φορά) + άλλα 250 χιλιόμετρα της επιστροφής.

Ο καθένας μας εκείνη την στιγμή είχε να αντιμετωπίσει τους δαίμονές του. Ο Αποστόλης μόνος στα σύνορα με μια μοτοσυκλέτα που λόγω ανορθωτή δεν γνώριζε αν θα πάρει μπροστά + τα πράγματά μου στιβαγμένα στην άκρη του δρόμου +τους περίεργους που περνούσαν από μπροστά του. Εγώ από την άλλη θα έπρεπε να διανύσω περίπου 500 χιλιόμετρα στην Αλβανία σε δρόμους που δεν γνώριζα...

Γέμισα με βενζίνη το ντεπόζιτο σε ένα βενζινάδικο κοντά στα σύνορα και με την αγαπημένη μου μουσική στα αυτιά μου ξεκίνησα...

Το μόνο θετικό που με παρηγορούσε ήταν πως ο συγκεκριμένος δρόμος σε ένα μεγάλο του μέρος ήταν καινούριος. Αν εξαιρέσω τη σήμανση που δεν υπήρχε μπορούσα να κινηθώ με ταχύτητα κοντά στα 100-120. Μέχρι το Αργυρόκαστρο όλα καλά, καμιά ανησυχία. Βγαίνοντας από το Αργυρόκαστρο σινιάλο στην μέση του δρόμου. Πλησιάζω, μπλόκο της αστυνομίας. Σταματώ, σίγουρα το θέαμα μιας μοτοσυκλέτας την νύχτα στους δρόμους της Αλβανίας περίεργο και για τους ίδιους τους αστυνομικούς, μου λένε κάτι στα Αλβανικά, τους ρωτάω αν μιλά κανείς Ελληνικά, έρχεται ένας αστυνομικός, του εξιστορώ την ιστορία, ελέγχει τα χαρτιά μου και φεύγω.

Κοντά στο Τεπελένι πάλι στη μέση του δρόμου παρατηρώ από μακριά κάποια αυτοκίνητα να είναι σταματήματα. Κόβω ταχύτητα και πλησιάζω σιγά. Όταν άρχισα να διακρίνω τις ανθρώπινες φιγούρες παρατήρησα πως υπήρχαν 8-10 άνθρωποι έξω από 4 αυτοκίνητα και κάποιοι από αυτούς (νεαροί σε ηλικία) φώναζαν και έσπρωχνε ο ένας τον άλλον. Εκεί τα χρειάστηκα...Για καλή μου τύχη ο ένας μου έκανε νόημα να φύγω γρήγορά. Δεν χρειάστηκε δεύτερη σκέψη, άνοιξα το γκάζι και εξαφανίστηκα. Για κάποια χιλιόμετρα δεν ξέρω με τι ταχύτητα οδηγούσα. Τους καθρέφτες μου γέμιζαν τα φώτα ενός αυτοκινήτου  το οποίο ένιωθα πως με ακολουθεί μέχρι που έστριψε σε μια διασταύρωση...

Έφτασα στο Δυράχιο κατά τις 12:30. Πήρα την ταυτότητα και ένα μπουκάλι νερό και αμέσως ξεκίνησα για την επιστροφή μου.  GPS ή χάρτης δεν υπήρχε. Ήμουν σίγουρος πως θα θυμηθώ την επιστροφή ακολουθώντας και τις λιγοστές πινακίδες. Ο Αποστόλης κάθε μισή ώρα μου τηλεφωνούσε για να δει αν όλα είναι οκ.

Ανεφοδιασμός λίγο έξω από το Δυράχιο και επιστροφή. Αυτή τη φορά χωρίς κάποιο απρόοπτο. Τουλάχιστον μέχρι να φτάσω στο Φιερ...
Στο Φιέρ κάπου έχασα τον προσανατολισμό μου και αντί να ακολουθήσω τον καινούριο δρόμο που οδηγεί στο Τεπελένι μπήκα σε έναν παράδρομο. Για κάποια χιλιόμετρα ένιωθα πως πάω στην σωστή κατεύθυνση αλλά για κάποιο λόγο κάτι με έτρωγε πως δεν βρισκόμουν στον δρόμο από τον οποίο είχα ανέβει. Πήρα την απόφαση να συνεχίσω. Πήρα την λάθος απόφαση μιας και ο συγκεκριμένος δρόμος ναι μεν με οδηγούσε προς το Τεπελένι αλλά μέσα από τα πιο απίθανα ερημικά χωριά.
Κάποια στιγμή θυμήθηκα πως στο κινητό κου υπάρχει η εφαρμογή Google Maps. Την ανοίγω χωρίς να μπορώ να συνδεθώ στο ίντερνετ. Ευτυχώς και για πολύ καλή μου τύχη ο χάρτης της περιοχής άνοιξε, δρόμοι δεν υπήρχαν στην οθόνη αλλά αναβόσβηνε το στίγμα μου και υπήρχαν και κάποιες πόλεις, μία από αυτές και το Τεπελένι.

Αφού βεβαιώθηκα πως τουλάχιστον πάω προς την σωστή κατεύθυνση συνέχισα στον μικρό επαρχιακό δρόμο. Δεν ξέρω αν μπορώ να περιγράψω τον συγκεκριμένο δρόμο. Στενός, με τεράστιες λακούβες, χωρίς ούτε μισό μέτρο έρισμα, χωρίς σήμανση, με απότομες στροφές και απότομα (χωρίς λόγο) σκαμπανεβάσματα. Κάποια στιγμή η άσφαλτος τελείωσε και μπήκα σε ένα χωματόδρομο. Δεν ήταν ο χωματόδρομος που μπορείς να καταλάβεις πως γίνονται κάποια έργα επισκευής. Απλώς τελείωσε η άσφαλτος και ο δρόμος συνέχιζε σε ένα μικρό άθλιο χωματόδρομο. Φωτισμός ούτε για αστείο, οπότε ξανά στάση για να ελέγξω το υποτυπώδες GPS. Ευχόμουν να συνεχίζει να δείχνει το στίγμα μου όπως και έγινε. Πήγαινα προς την σωστή κατεύθυνση. Η μόνη μου έννοια πλέον ήταν αν ο χωματόδρομος θα με οδηγούσε ξανά στην άσφαλτο ή θα κατέληγε σε αδιέξοδο. 

Ευτυχώς για ακόμη μια φορά στάθηκα τυχερός και μετά από 1-2 χιλιόμετρα ο ίδιος δρόμος ξανάγινε άσφαλτος.
Καθ' όλη την διάρκεια της περιπέτειάς μου στον χωματόδρομο μου ερχόταν μια μυρωδιά πετρελαίου. Όσο οδηγούσα η μυρωδιά γινόταν και πιο έντονη.  Πίσω από έναν λόφο έβλεπα για ώρα να υπάρχει κάτι φωτεινό. Δεν ήταν σίγουρα χωριό γιατί από όσα χωριά είχα περάσει ήταν θεοσκότεινα. Δεν  μπορεί, σκέφτομαι, είναι το Τεπελένι. Συνέχισα με την ελπίδα πως επιτέλους θα έφτανα στο Τεπελένι και από εκεί και πέρα τα πράγματα θα γινόταν πολύ εύκολα. 

Αυτή τη φορά η τύχη δεν μου χαμογέλασε. Τα φώτα ήταν από εγκαταστάσεις υγρών καυσίμων (από εκεί άλλωστε και η μυρωδιά).Φτάνω στην πύλη των εγκαταστάσεων βγαίνει ο φύλακας και του εξιστορώ την ιστορία μου (ξανά στα Ελληνικά). Μου δίνει οδηγίες πως θα βγω στον δρόμο για Τεπελένι και ξεκινάω. 

Μετά από 4-5 χιλιόμετρα φτάνω σε μια πλατεία ενός χωριού όπου είχα να επιλέξω 4 δρόμους. Σήμανση πουθενά και το μόνο που μπορούσα να διακρίνω ήταν, στον έναν από τους 4 δρόμους, τα ίχνη από τα λάστιχα των φορτηγών  που πηγαινοερχόταν στο διυλιστήριο. Ακολούθησα τον συγκεκριμένο δρόμο και μετά από λίγα χιλιόμετρα μπροστά μου σταματημένο ένα caravan σε μια στενή γέφυρα. Από απέναντι ερχόταν ένα φορτηγό και έπρεπε να περιμένει για να περάσει με την σειρά του τη γέφυρα. Πλησιάζω κοντά και βλέπω στο πίσω μέρος μια γαμήλια τούρτα. Μπροστά παρατηρώ πως κάθεται ένα ζευγάρι. Αφού περνάει το φορτηγό πάω δίπλα του και του κάνω νόημα να ανοίξει το παράθυρο. Για ακόμη μια φορά λέω την ιστορία μου και του ζητάω να μου πει από που θα βγω από αυτόν τον αναθεματισμένο δρόμο. Μου λέει να τον ακολουθήσω και πως σε 2 χιλιόμετρα θα φτάναμε στο Τεπελένι (Ελληνικά ξανά). Όντως μετά από 2 χιλιόμετρα βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο, να ΄ναι καλά ο άνθρωπος...

Πλέον με διάθεση στα ύψη συνέχισα για Αργυρόκαστρο και σε λίγη ώρα έφτασα στα σύνορα. Εκεί με περίμενε ο Αποστόλης γεμάτος αγωνία αλλά και ανακούφιση που με έβλεπε ξανά. Το ρολόι έδειχνε λίγο πριν τις 5 τα ξημερώματα. Ταυτότητες και πρασινες κάρτες και για τους δυο αυτή τη φορά και αρκετά κουραστικά χιλιόμετρα μέχρι τα Τρίκαλα (θυμάμαι μόνο την στάση που κάναμε στα Ιωάννινα για να τσιμπήσουμε κάτι).

Σαν επίλογο θα ήθελα να πω πως θα μείνει χαραγμένο στη μνήμη μου αυτό το ταξίδι. Ένιωσα πολλά συναισθήματα και μάλιστα κάποια από αυτά ξεχύθηκαν από μέσα μου στην κυριολεξία με άγαρμπο τρόπο. Δεν ξέρω αν ο φόβος εκδηλώνεται όντως με αυτό τον τρόπο σε όλους τους ανθρώπους, ξέρω όμως καλά τι θα κάνω ή τι δεν θα ξανακάνω για να νιώσω αυτό το συναίσθημα.

Αποστόλη σε ευχαριστώ για την παρέα αλλά αν πάρεις σε άλλο μας ταξίδι τρόμπα μαζί θα σε αφαλοκόψω....
(Ευχαριστώ για όλα φίλε)
Καλά ταξίδια σε όλους μας
Γκαραγκούνης Βαγγέλης