Κείμενο - Φωτογραφίες:
Παπαδόπουλος Δημοσθένης
<< ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
ΜΕΡΟΣ Β'
"όπως κάθε ευρωπαϊκή πόλη έχει κι εδώ έναν καθεδρικό, από τους καλύτερους που έχω δει, φοβερή αρχιτεκτονική"
Ο καιρός ήταν ο ιδανικός για τα γούστα μου...
"Στο βάθος φαίνεται το τελείωμα ενός μικρού παγετώνα, δε θυμάμαι το όνομα του, το μόνο που θυμάμαι είναι η εκκωφαντική υσηχία που έσπαγε μόνο από τον ήχο των ποταμιών και η αίσθηση του να μπαίνεις μέσα στα σύννεφα. Πράγματα που ήθελα να ζήσω σε αυτό το ταξίδι."
Σήμερα όμως τα σύννεφα δεν ήταν παιχνιδιάρικα συννεφάκια σαν τα χτεσινά, ήταν πυκνά και τεράστια, σαν να σου λένε "τράβα πίσω φίλος, δεν ανήκεις εδώ πάνω..."
Κάνουμε λοιπόν να φύγουμε και μετά από 2-3 χιλιόμετρα ξεκινάει να βρέχει μανιασμένα. Αλλά μιλάμε για πολύ βροχή, όχι αστεία. Μέχρι τώρα ο καιρός μας είχε φερθεί με το γάντι, τώρα ήταν η ώρα του βούρδουλα. Ξεκινάμε λοιπόν να πάμε κάπου προς την περιοχή του Engadin (την ακριβότερη εξοχή της Ελβετίας και όχι άδικα μιας και τα τοπία είναι παντού παραμυθένια) και να μείνουμε όπου βρούμε. Έβρεχε μανιωδώς μέχρι να φτάσουμε στο πάσο Albula, όπου πηγαίνοντας δίπλα από τον Σκίουρο του λέω ότι θα ανέβουμε μέχρι τα 2300 με αυτό τον κωλόκαιρο οπότε στην κορφή να σταματάγαμε να ζεσταθούμε λίγο στο σαλέ!
Κοιταζόμαστε, γελάμε και ξεκινάμε! Φώναζα στον καιρό να ρίξει κι άλλο, "δε σε σκιάζομαι κωλόκαιρε" και άλλα τέτοια σουρεάλ!
Κάπου εκεί ήταν και η πρώτη φορά που τσαντίστηκα σε όλο το ταξίδι, λόγω της ρημαδοζελατίνας του κράνους που ενώ ήξερα ότι ήταν ελλατωματική δεν ασχολήθηκα ποτέ να πάρω μία δεύτερη...
Αφού αφήσαμε τα βρεγμένα πράγματα σε όλα τα καλοριφέρ (αν και ήταν 20 Ιουλίου έξω δεν είχε πάνω από 10 βαθμούς) θυμηθήκαμε ότι δεν έχουμε φαγητό και ότι όλα θα είναι κλειστά τέτοια ώρα. Το λέμε λοιπόν στη γυναίκα του και αφού με ρώτησε μόνο αν τρώμε μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα, μας είπε να περιμένουμε πάνω στην μεγάλη κουζίνα και σε κανά μισάωρο θα μας φέρει αυτή κάτι να φάμε.
"Λίγο παραπέρα είχαν χτίσει και ένα μονόκλινο ξύλινο σπιτάκι με μία λίμνη και ένα τεράστιο Βούδα στην αυλή του, που όπως μας είπαν το έχουν γι αυτούς που θέλουν να ησυχάσουν..."
"Ο στάβλος που μας έλεγε να κοιμηθούμε, από πίσω έχει και το τυροκομείο του, τόσο καβατζωτά χτισμένο που κι εμείς την επόμενη μέρα το είδαμε"
"το γεύμα μας, το οποίο μας το χρέωσε σχεδόν σε τιμή κόστους, μιας και "δεν είμαστε εστιατόριο" όπως μας είπε"
Φάγαμε, απολαύσαμε την ησυχία, το κρύο και την βροχή που είχε έξω και αφού καλού-κακού κλειδώσαμε ώστε να μη γίνουμε ανθρωποθυσία το βράδυ από την μάγισσα που καθόταν υπομονετικά στην κουζίνα πέσαμε για ύπνο λέγοντας ιστορίες για τον επικείμενο θάνατο μας που κάποτε θα γίνει πετυχημένη ταινία θρίλερ...
Εγώ ήθελα να γυρίσω την γύρω περιοχή, τα παιδιά θέλανε κι αυτά να αράξουμε εκεί άλλη μια μέρα, αλλά η τιμή ήταν τσουχτερή... Από την άλλη και να φεύγαμε θα είχε τόση συννεφιά στα ψηλά πάσα που θέλαμε να περάσουμε που δε θα βλέπαμε τίποτα...
Τελικά μια χαρά ήταν οι άνθρωποι, απλά είναι πιο κλειστοί από αυτό που έχουμε συνηθίσει εμείς. Η μάγισσα ήταν δασκάλα γιόγκα τελικά και σήμερα ήταν ομιλητικότατη. Τα πιτσιρίκια ήταν κάποιων φίλων τους που τα είχαν αφήσει εκεί να βοηθάνε με τις αγροτικές δουλειές του σπιτιού και να παίρνουν κάποιο χαρτζιλίκι. Χτες μας κοιτάζαν περίεργα γιατί ντρεπόντουσαν να έρθουν να μας μιλήσουν. Όλοι τους πιστεύανε σε περίεργες θρησκείες απ' όσο κατάλαβα και όλοι τους ήταν αρκετά μορφωμένοι. Και ο πάτερ φαμίλιας ήταν σίγουρα Βουδιστής, αλλά θα σας τα πω αργότερα αυτά...
κάπου εκεί πάνω με πιάσαν οι εσωτερικές μου αναζητήσεις και είπα να δω ακόμα περισσότερο βουνό, προς οπουδήποτε.
Κάποτε στα νιάτα του (πριν 30 χρόνια) είχε ξεκινήσει κι αυτός να πάει για λίγο καιρό μέχρι την Ινδία με ένα κλασσικό βανάκι VW (τα βανάκια των χίπιδων όπως τα λένε συνήθως) με διάφορους συνταξιδιώτες ακόμα...
Παπαδόπουλος Δημοσθένης
<< ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
ΜΕΡΟΣ Β'
Μέρα 9
Λωζάνη - Γενεύη - Λωζάνη
150 χλμ περίπου με αμάξι και 20 με μηχανή
Το πρωί σηκωθήκαμε με σκοπό να πάμε στο Chamonix και από εκεί να πάρουμε το τελεφερίκ που σε ανεβάζει στα 3842 μέτρα στο Mont blanc αλλά το απόγευμα έπρεπε να πάει Γενεύη ο Μανώλης με την Julia οπότε δε μπορούσανε να έρθουν μαζί λόγω χρόνου. Έτσι προτίμησα κι εγώ να ξεκουραστώ για τις επόμενες μέρες που θα ήταν πιο ζόρικες λόγω καιρού και υψόμετρου και να αράξουμε με τα παιδιά που θα αργούσα πολύ να τα ξαναδώ.
"Πρώτη φωτογραφία της ημέρας με φοβερό photobombing του Μανώλη"
"Όμορφα σπίτια, όμορφη θέα"
Μέχρι το απόγευμα όμως είχαμε πολύ χρόνο οπότε πήγαμε να χαζέψουμε τη Λωζάνη (που ουδεμία σχέση έχει με την Κοζάνη τελικά) με τον Μανώλη, αφού πρώτα χαζέψαμε λίγο στο χωριό που έμεναν τα παιδιά.
"πεζοδρόμια παντού"
"έτσι είναι το μικρό σπίτι στο λιβάδι"
"...κι έτσι είναι το μικρό σπίτι στο λιβάδι με θέα στη λίμνη"
"Έτσι είναι τα μαγαζιά στα rest area της εθνικής"
"Και έχουν και αντίστοιχες τιμές για takeaway σε πλαστικό..."
Πάμε όμως στο κέντρο της Λωζάνης τώρα:
"Μπαίνοντας είδαμε αυτό"
"και γυρνώντας μετά προς την είσοδο, βλέπω αυτό. Πραγματικά μεγάλο και επιβλητικό"
"φοβερά βιτρό"
"η πίσω μεριά του καθεδρικού"
"όμορφα κτίσματα,δεν ξαναείδα αρχιτεκτονική που να μοιάζει με αυτή σε άλλη πόλη στο ταξίδι πέρα από την Γενεύη"
Μετά συναντηθήκαμε όλοι μαζί στην παραλία της λίμνης
Η Λωζάνη μπορεί να μην έχει κοντά καμία θάλασσα, έχει όμως μία τεράστια λίμνη, την δεύτερη μεγαλύτερη στην Ευρώπη, που ένα μεγάλο μέρος της το μοιράζεται με την Γαλλία.
Η παραλία δεν μοιάζει και πολύ με θαλασσινή βέβαια (σε κάποια σημεία είδα και βοτσαλάκι πάντως), και η αλήθεια είναι ότι όταν έχεις δει το μισό και βάλε Αιγαίο δε σε συγκινεί να βουτήξεις. Το σκηνικό πάντως είναι πανέμορφο.
Κάπου εκεί πεινάσαμε όμως και είπαμε να πάμε σπίτι να μαγειρέψουμε καμιά μακαρονάδα, εγώ με το Σκίουρο δηλαδή μιας και χτες δεν είχαμε κάνει τίποτα. Είχαμε να πάμε και στη Γενεύη το απόγευμα. Τελικά τον Σκίουρο τον άφησα να βράσει μόνο τα μακαρόνια, δεν είμαι και πολύ συνεργάσιμος στην κουζίνα.
"Σήμερα είχε κι άλλα το γκαράζ, μην βλέπετε που δεν έχουν πινακίδες, στην Ελβετία όσα αυτοκίνητα κι αν έχεις σου δίνουν μία πινακίδα για όλα και την βάζεις σε όποιο χρησιμοποιείς"
Αφού έκατσα καμιά ώρα να δω που είχαμε να πάμε τις επόμενες μέρες ώστε να ψιλομάθω ονόματα χωριών και να μην ψάχνω πολύ στον χάρτη όσο οδηγάω, φύγαμε για Λωζάνη με αμάξι που θα συναντούσαμε την αδερφή της Julia.
"Μπορεί να χρειάζεσαι μόνο μισή ώρα να πας από την μία πόλη στην άλλη, αλλά θες κι άλλη τόση για να ξεμπερδέψεις με την κίνηση"
Η πόλη στα πρότυπα της Λωζάνης, όλα προσεγμένα γυαλισμένα και πεντακάθαρα, αλλά όλο αυτό σε συνδυασμό με τον πλούσιο και καθώσπρέπει κόσμο που έβλεπες γύρω σου, σού βγάζει ένα συναίσθημα αποστείρωσης. Οι άνθρωποι εκεί πρέπει να σπαταλάν απίστευτο χρήμα για να ντύνονται σύμφωνα με την τελευταία λέξη της μόδας απ' όσο παρατήρησα. Επίσης ρίχνουν πολύ χρήμα σε άχρηστα πράγματα, από γκατζετάκια μέχρι αυτοκίνητα που θα ήταν ιδανικά για απόβαση στη Νορμανδία ή πανάκριβες ferrari που τις έχουν για επίδειξη.
Βέβαια ό,τι δουλειά και να έχεις εκεί δύσκολα θα πάρεις κάτω από 3000 το μήνα, οπότε φανταστείτε μισθούς μεγαλοστελεχών...
Άρα κάπου πρέπει να το χαλάσεις όλο αυτό το χρήμα στον χρόνο που δε δουλεύεις...
Σίγουρα λοιπόν η Γενεύη είναι το άλλο άκρο από τις καταπιεσμένες χώρες της Αφρικής που τής στέλνουν το 100% του κακάο που χρησιμοποιεί για να κάνει τις πιο ξακουστές σοκολάτες του κόσμου...
Κάτσαμε λοιπόν σε ένα μαγαζί με αγενέστατους σερβιτόρους και εγώ έκανα και μία βόλτα να δω την πόλη ακόμα λίγο
"Δεν ξέρω για όλο τον κόσμο, σίγουρα πάντως είναι το ψηλότερο συντριβάνι της Ευρώπης"
Γυρίσαμε όταν είχε νυχτώσει πλέον και αράξαμε για κουβεντολόι. Είχα δει τον καιρό και τις επόμενες μέρες μας περίμενε σίγουρη χαρντκορίλα, ωραία φάση λέμε όλοι, ας νοιώσουμε και την δύναμη του βουνού λίγο, όχι μόνο την ομορφιά της λιακάδας.
Οι 2 μεγάλες πόλεις της Ελβετίας που είδα, ήταν και το περισσότερο μαζεμένο χρήμα που έχω δει στη ζωή μου, παθαίνεις overdose κάποια στιγμή. Πάλι καλά τα παιδιά δε μας άφηναν να πληρώνουμε τίποτα, αλλιώς θα είχαμε πέσει έξω κατά πολύ στον προυπολογισμό. Αν δουλεύεις εκεί και παίρνεις μισθό Ελβετίας όλα καλά, αλλά για Έλληνα μεσοαστό οι τιμές σε όλα σχεδόν είναι απλησίαστες... Πάλι καλά στην επαρχία θα ήταν λίγο καλύτερα απ' ότι μας είχαν πει.
Έπεσα για ύπνο και ανυπομονούσα να ξημερώσει, αύριο θα περνάγαμε κάποια από τα ωραιότερα βουνά και στροφιλίκια του ταξιδιού σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχα.
ΥΓ: Ένα ευχαριστώ μόνο δε φτάνει για τον Μάνο με την Julia. Τα παιδιά γίναν χαλί να τους πατήσουμε χωρίς να έχουν ξαναδεί καν τον Σκίουρο και την Τόνια. Η κρητικοελβετική φιλοξενία στα καλύτερα της! Εις το επανιδείν και επιφυλάσσομαι!
Bonus tracks της ημέρας:
Μέρα 10
Lutry (Προάστια Λωζάνης) - Oberalppass - Grimselpass - Sustenpass - Fluelen
300 χλμ περίπου
Ξυπνάω πρώτος απ' όλους κατά τις 9:30 και τους ξύπνάω όλους στα γρήγορα. Δε κρατιόμουνα να φύγουμε!Ήξερα ότι θα έβρεχε και θα είχε κρύο στα βουνά και περίμενα πως και πως να ανέβουμε ψηλά στα σύννεφα...
Ήπιαμε καφέ, φορτώσαμε, χαιρετηθήκαμε με τα παιδιά και ξεκινήσαμε γύρω στις 11 (πώς γίνεται να αργούμε πάντα ρε γαμώτο?).
Η τελευταία φωτογραφία που τράβηξα από το πολυαγαπημένο μπαλκόνι των παιδιών... αφιερωμένη Μάνο, άντε και στα επόμενα!
Στο Martigny είπαμε να κάνουμε μία στάση σε super market για ψώνια μιας και είχε κάμπινγκ τις επόμενες μέρες αλλά το ένα δεν έπαιρνε χρεωστικές, το άλλο ήθελε να πληρώσουμε πάρκινγκ με τα μηχανάκια, οπότε κάπου εκεί μας την έδωσε και την κάναμε από κει. Από το Sion και μετά το σκηνικό ξεκίνησε να γίνεται άκρως βουνίσιο και η διάθεση πέταγε.
Σταματήσαμε να φάμε κάτι στα γρήγορα μιας και θα ξαναράζαμε όταν θα στήναμε σκηνές και παρατηρήσαμε ότι επιτέλους είχαμε μπει στην γερμανόφωνη Ελβετία, θα καταλάβαινα και καμιά λέξη ρε αδερφέ εδώ πέρα!
"Τα παιδία παίζει"
"Η Τόνια πάντα έβρισκε μία γάτα με συμπεριφορά σκύλου"
"Σουβενίρ από Ελβετία? Χμμ"
Βάζουμε επενδύσεις και αδιάβροχα μιας και ο καιρός είχε αρχίσει να φορτώνει και δρόμο πάλι.
"Κάπως έτσι είναι τα χωριά δίπλα από τον άδειο επαρχιακό με την μία λωρίδα ανά κατεύθυνση"
"Όπου κι αν κοιτάξεις είναι όμορφα..."
Και ξαφνικά βλέπουμε το ανέβασμα του Grimsel, κάτι που θα γινόταν γνώριμο σκηνικό για τις επόμενες μέρες...
"επιβλητικό"
"Όταν ανεβαίναμε μπήκαμε μέσα σε ένα σύννεφο για λίγο για πρώτη φορά στο ταξίδι"
"Η πρώτη μαρμότα που είδαμε, ζωάκι που το συναντάς πολύ συχνά στα βουνά των Άλπεων. Ποτέ δεν κατάλαβα αν έχει διαφορά από τον κλασσικό κάστορα"
"τους είχανε φτιάξει και playground"
"τους είχανε φτιάξει και playground"
Και ξεκινήσαμε να κατεβαίνουμε το Grimsel, το οποίο στην πίσω μεριά του έχει 2 γκρι λίμνες, το νερό έχει αυτό το χρώμα λόγω του χρώματος του βράχου που είναι στο βυθό, μη φανταστείτε ότι είναι βρώμικο, πουθενά δεν είδαμε βρώμικο νερό στις Άλπεις σε λίμνες ή ποτάμια όσες μέρες οδηγούσαμε στα περάσματα.
Ο καιρός ήταν ο ιδανικός για τα γούστα μου...
"το ψιλοβρόχι δεν είχε σταματήσει από την ώρα που ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε, όπως δε σταμάταγε και το χαμόγελο..."
"εδώ πρέπει να φώναζα: ΡΕ ΣΚΙΟΥΡΕ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΕΡΘΕΙ ΡΕΕΕΕ"
Κατεβαίνοντας το πάσο του Grimsel θέλαμε καφέ αλλά δε θέλαμε και να ξεκαβαλήσουμε... είχαμε πάθει παράκρουση λέμε οπότε βουρ για Sustenpass...
Η πρόσφυση του βρεγμένου δρόμου ήταν πρωτόγνωρη εμπειρία... δε φοβόσουν ποτέ για γλίστριμα όσο κι αν πίεζες στις στροφές!
Η πρόσφυση του βρεγμένου δρόμου ήταν πρωτόγνωρη εμπειρία... δε φοβόσουν ποτέ για γλίστριμα όσο κι αν πίεζες στις στροφές!
"Στο βάθος φαίνεται το τελείωμα ενός μικρού παγετώνα, δε θυμάμαι το όνομα του, το μόνο που θυμάμαι είναι η εκκωφαντική υσηχία που έσπαγε μόνο από τον ήχο των ποταμιών και η αίσθηση του να μπαίνεις μέσα στα σύννεφα. Πράγματα που ήθελα να ζήσω σε αυτό το ταξίδι."
Κατεβαίνοντας από το Susten είπαμε να πιούμε ένα καφέ να ζεσταθούμε, στις κορφές είχε κοντά στους 7 βαθμούς.
Εκεί γνώρισα έναν τρελοαμερικάνο που τον ζήλεψα πολύ...
Είχε εταιρία με έδρα στη Γερμανία που έφερνε τους πλούσιους Αμερικάνους στην Ευρώπη με σκοπό να τους κάνει βόλτες στα βουνά των Άλπεων... από την μία δεν μου αρέσει που κάποιος χρειάζεται πλοηγό για τα συγκεκριμένα βουνά (βαριέται να ανοίξει ένα χάρτη δηλαδή...) τον οποίο τον πληρώνει αδρά, από την άλλη χάρηκα για τον άνθρωπο που ζει το όνειρο του και τα οικονομικά του πάνε τέλεια. Μας έδειξε στο χάρτη κάποια καλά περάσματα που δεν τα ήξερα, και υποσχέθηκε να μου στείλει αυτοκολλητάκια από τα πάσα που είχαμε περάσει (και ξέχασα να πάρω λόγω καψοκαβαλίασης) ταχυδρομικώς, κάτι που μου πρότεινε από μόνος του όπως το έλεγα πάνω στην κουβέντα και το έκανε όντως 2 βδομάδες αφότου είχαμε επιστρέψει...
Καβαλάμε ξανά με σκοπό να οδηγήσουμε προς το Λίχτενσταιν μέχρι να βρούμε κάποια λίμνη που να έχει κάμπινγκ για να μείνουμε (οι λίμνες στις Άλπεις είναι ειδυλλιακές τοποθεσίες για ύπνο και κατά 99% θα έχουν κάμπινγκ γύρω τους).
"κάπως έτσι ήταν τα υπόλοιπα χιλιόμετρα μέχρι το κάμπινγκ, ο ήλιος ψηλά ακόμα αλλά από την πολλή συννεφιά τα φώτα ήταν απαραίτητα, όπως και όλη την υπόλοιπη μέρα"
Φτάνουμε στη λίμνη (από τις πιο όμορφες αλπικές λίμνες που είδα όσες μέρες ταξιδεύαμε) την ώρα που σταμάτησε η βροχή (αν και δεν έριξε πολύ, όσο χρειαζόταν για τη ροματζάδα μόνο) και στο 2ο κάμπνγκ που ρωτήσαμε βρήκαμε με 12 ευρώ έκαστος (λίγα για Ελβετία) ένα χώρο λουκούμι, άλλωστε δεν είχε καλό καιρό εκείνες τις μέρες οπότε δεν είχε και πολύ κόσμο.
Μέχρι να στήσουμε και να αράξουμε λίγο είχε πάει ήδη 9:30 όμως, και τα μαγαζιά που θα μπορούσαμε να φάμε κάτι είχαν κλείσει όλα... Αυτοί οι άνθρωποι των Άλπεων κοιμούνται πριν τις κότες ρε γαμώτο... Μόνο ένα εστιατόριο ήταν ανοιχτό και είχε την μακαρονάδα 18 ευρώ έκαστη (και μη φανταστείτε ελληνική μερίδα...), οπότε το ρίξαμε στις δικές μας προμήθειες και κάπως έτσι είχε περάσει μία από τις ομορφότερες μέρες του ταξιδιού μας.
Εκείνη τη μέρα είχα δει εικόνες που τις θυμάμαι πεντακάθαρα ακόμη και τώρα μετά από 5 μήνες που γράφω το παρών οδοιπορικό... Είχα μπουκώσει από συναισθήματα αλλά και από υσηχία, ηρεμία και γαλήνη που μόνο το βουνό μπορεί να μου προσφέρει. Και το να κοιμάσαι το βράδυ στη σκηνή σου ακούγοντας νερά να τρέχουν και τον αέρα να σφυρίζει είναι σίγουρα το κερασάκι στην τούρτα. Όσο για το κρύο είχε 14 βαθμούς έξω στα 500 μέτρα υψόμετρο που βρισκόμασταν, οπότε κοιμήθηκα πολύ άνετα αν εξαιρέσεις την φοβερή υπερδιέγερση μετά από αυτή τη μέρα. Το παρεάκι μας είχε δέσει καλά και περνάγαμε τέλεια.
Μέρα 11
Fluelen - Klausenpass - albulapass - Zernez
250 αντρικά χλμ
Ξύπνημα κατά τις 10 (αφού ο Σκίουρος με διαβεβαίωσε πως θα άκουγε το ξυπνητήρι του έκανα το λάθος να μην βάλω κι εγώ), καφέ και φόρτωμα στα γρήγορα και μετά στάση για αγορά πρωινού από super market για να φάμε κάπου στο δρόμο. Είχαμε στο μυαλό μας να σταματήσουμε όπου βρούμε ωραίο σημείο για να φάμε. Άλλωστε σήμερα θα ξεκινάγαμε με πάσο με το καλημέρα σας (πάσο λέγεται κάθε ορεινός δρόμος που ενώνει την μία μεριά του βουνού με την άλλη, ανεβαίνω - κατεβαίνω δηλαδή) οπότε σίγουρα θα βρίσκαμε κάπου ωραία να αράξουμε.
Αυτό όμως που δε μπορώ να παραλείψω είναι ότι ήταν ένα από τα πιο όμορφα ξυπνήματα που έχω κάνει... σκέτη απόλαυση... αφού δε τσαντίστηκα καν που αργήσαμε να σηκωθούμε!
"να ανοίγεις το φερμουάρ και να αντικρύζεις αυτό..."
Βέβαια βλέποντας τα σύννεφα είχαμε προετοιμαστεί κατάλληλα για τη βρόχα και το κρύο που θα τρώγαμε!
Και ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε...
"αν και σπανίως, κάποιες φορές βγαίνουν κι εκεί τα οικόσιτα ζώα στον δρόμο, συνήθως είναι σε περιφραγμένες εκτάσεις"
Και ξαφνικά βρήκαμε το τέλειο σημείο για να κάτσουμε να φάμε το πρωινό μας
Σήμερα όμως τα σύννεφα δεν ήταν παιχνιδιάρικα συννεφάκια σαν τα χτεσινά, ήταν πυκνά και τεράστια, σαν να σου λένε "τράβα πίσω φίλος, δεν ανήκεις εδώ πάνω..."
Και πραγματικά αμέσως μετά έζησα κάτι που δε μου είχε ξανασυμβεί...
Όταν μπαίνεις μέσα στο σύννεφο ξεκινάν και μουσκεύουν τα πάντα! Βλέπεις τις σταγόνες στις ζελατίνες να πολλαπλασιάζονται γρήγορα και αισθάνεσαι τα γάντια να δροσίζουν, και όλα αυτά ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΡΙΧΝΕΙ ΣΤΑΓΟΝΑ! Δεν βλέπεις την βροχή να πέφτει, την βλέπεις να δημιουργείται!Ο δρόμος ήταν μούσκεμα αλλά βροχή δεν έριχνε!Απλά η υγρασία στην οποία είσαι μέσα γίνεται νερό στο άψε σβήσε! Την προηγούμενη μέρα δεν είδα αυτό το φαινόμενο μιας και τα σύννεφα ήταν πιο αραιά! Είχαμε εξτασιαστεί όλοι!
Έτσι φτάσαμε στην κορφή του πάσου, το οποίο είχε ελάχιστο κόσμο μιας και δεν είναι από τα πολύ γνωστά των Άλπεων και μετά βάλαμε πλώρη για Λίχτενσταιν. Μέχρι εκεί όλα καλά, ένα ελαφρύ χιονόνερο ξεκίνησε να πέφτει.
"Είχα αρχίσει να συνηθίζω τόσο σ'αυτό το πλάνο, που ήξερα ήδη πώς θα μου κακοφανεί τις πρώτες μέρες μετά το τέλος του ταξιδιού"
Το Λίχτενσταιν είναι ένα μικρό κρατίδιο (αμφιβάλλω αν ολόκληρο το κρατίδιο είναι μεγαλύτερο από την Αθήνα) με ζάμπλουτους. Δεν το είδαμε για πολύ, αράξαμε για καμιά ώρα στην κεντρική πλατεία και τα γύρω στενά για ξεκούραση και ανασύνταξη. Μετά από τόση φύση μου περνάει εντελώς απαρατήρητος όλος αυτός ο άχρηστος πλούτος. Οι τιμές σε κάποια πράγματα ήταν πιο ακριβές και από την Ελβετία. Χρησιμοποιούν ελβετικό φράγκο και ευρώ, αλλά έχουν και δικό τους νόμισμα. Γενικότερα το κρατίδιο αυτό αποτελεί χώρο διαμονής πλουσίων και φορολογικό παράδεισο για τις εταιρίες που δηλώνουν εκεί την έδρα τους. Επίσης έχει αρκετά καταστήματα για αποκλειστικά ακριβά γούστα. Με τις λίγες βιτρίνες που είδα με έπιασε νευρικό γέλιο.
Κάνουμε λοιπόν να φύγουμε και μετά από 2-3 χιλιόμετρα ξεκινάει να βρέχει μανιασμένα. Αλλά μιλάμε για πολύ βροχή, όχι αστεία. Μέχρι τώρα ο καιρός μας είχε φερθεί με το γάντι, τώρα ήταν η ώρα του βούρδουλα. Ξεκινάμε λοιπόν να πάμε κάπου προς την περιοχή του Engadin (την ακριβότερη εξοχή της Ελβετίας και όχι άδικα μιας και τα τοπία είναι παντού παραμυθένια) και να μείνουμε όπου βρούμε. Έβρεχε μανιωδώς μέχρι να φτάσουμε στο πάσο Albula, όπου πηγαίνοντας δίπλα από τον Σκίουρο του λέω ότι θα ανέβουμε μέχρι τα 2300 με αυτό τον κωλόκαιρο οπότε στην κορφή να σταματάγαμε να ζεσταθούμε λίγο στο σαλέ!
Κοιταζόμαστε, γελάμε και ξεκινάμε! Φώναζα στον καιρό να ρίξει κι άλλο, "δε σε σκιάζομαι κωλόκαιρε" και άλλα τέτοια σουρεάλ!
Φτάνουμε στην κορφή με πολύ κόπο και βάσανο μιας και ήταν το πιο στενό και απότομο πάσο που κάναμε στην Ελβετία και η ορατότητα ήταν το πολύ 10 μέτρα!Δεξιά και αριστερά έβλεπα καταρακτάκια παντού να σχηματίζονται από τους τόνους βροχής που έπεφτε! Φτάνουμε στην κορφή όλο χαρά αλλά με τέτοιο καιρό δεν ήταν ανοιχτό τίποτα...
Μόνο εμείς είχαμε μείνει να γυρνοβολάμε μέσα στη βροχή με θερμοκρασίες γύρω στους 6-7 βαθμούς!
Μόνο εμείς είχαμε μείνει να γυρνοβολάμε μέσα στη βροχή με θερμοκρασίες γύρω στους 6-7 βαθμούς!
Κάπου εκεί ήταν και η πρώτη φορά που τσαντίστηκα σε όλο το ταξίδι, λόγω της ρημαδοζελατίνας του κράνους που ενώ ήξερα ότι ήταν ελλατωματική δεν ασχολήθηκα ποτέ να πάρω μία δεύτερη...
Όταν την άνοιγα για να ξεθολώσει πάγωνα από το κρύο και η βροχή σούβλαγε τα μάτια και όταν την έκλεινα θάμπωνε σε 5 δευτερόλεπτα ολόκληρη! Αλλά μέσα στο σύννεφο και με την βροχή να μην έχει σταματημό τι περίμενες?
Με ακόμα περισσότερο κόπο (ήδη μας βάραγε πάνω από 2 ώρες η βροχή ανελέητα) κατεβήκαμε χαμηλά (στα 1700 δηλαδή) και ξεκινήσαμε να ψάχνουμε κάμπινγκ με bungalows να μείνουμε, μιας και είμασταν κομμάτια και soaking wet που λένε και οι εγγλέζοι! Το μόνο που θέλαμε ήταν μία τρύπα με θέρμανση!
Και εδώ ξεκινάει το καλό!
Κανένα κάμπινγκ δεν είχε bungalows σε όλη την περιοχή του Engadin, μόνο χώρο για σκηνές και άπειρα αυτοκινούμενα.
Αφού καταλάβαμε ότι σε κάμπινγκ δε γίνεται να μείνουμε με την σκηνή που είχα(είδαμε την πρόγνωση και θα έβρεχε έτσι ασταμάτητα για τουλάχιστον ένα 24ωρο ακόμα) ξεκινήσαμε να κοιτάμε για δωμάτια και το φθηνότερο τρίκλινο που βρήκαμε ήταν κοντά στα 180 ευρώ... Ελβετία λέμε...
Αφού κάναμε ένα τσιγάρο και ηρεμήσαμε λίγο είπαμε να συνεχίσουμε να οδηγάμε και να βρούμε κάποιο κλειστό βενζινάδικο με υπόστεγο και να στήσουμε σκηνή εκεί. To budget μας δεν ήταν ιδιαίτερα Ελβετικό και το γνωρίζαμε.
Οδηγώντας λοιπόν βλέπω ένα πανέμορφο B&B στην άκρη του δρόμου, μέσα στην καρδιά του δάσους, εντελώς απομονωμένο και λέω να κάνω μία τελευταία προσπάθεια, και εκεί άρχισε το καλό...
Χτυπάω πόρτα και ξεπροβάλει ένας Ελβετός μεσήλικας σωσίας του Γκάντι γύρω στα 50 με... ινδουιστική ρόμπα, ινδικού στυλ παντοφλάκι και ελαφρώς πιωμένος! Its love from the first sight σκέφτομαι, εγώ αυτόν θα τον ψήσω!
Είχε γύρω στα 170 ευρώ τη βραδια το τρίκλινο με πρωινό κανονικά αλλά μετά από αρκετό ψηστήρι του τύπου "εμείς από Ελλάντα, οικονομική κρίση, δε ξέραμε πόσο ακριβά θα είναι εδώ, σήμερα υπολογίσαμε χωρίς τον ξενοδόχο ότι θα περνάγαμε τα σύνορα με Ιταλία" και άλλα τέτοια, τελικά μας το άφησε κάπου στα 110, αφού πρώτα μας είπε ότι μπορούμε με ένα συμβολικό ποσό να μας αφήσει να κοιμηθούμε με τις σκηνές μας στο στάβλο, κάτι που δε θέλαν τα παιδιά αλλά ούτε κι εγώ είχα την διάθεση μετά από τόση κούραση και μούλιασμα. Και πραγματικά ήταν ξεφτίλα το ποσό σύμφωνα με τις τιμές που έχουν εκεί, ακόμα και στα χειρότερα δωμάτια. Αλλά το θέμα δεν ήταν τα χρήματα εκείνη τη στιγμή, αλλά το πού ήμασταν και πώς ήταν το σπίτι και οι άνθρωποι εκεί...
Το σπίτι-πανδοχείο είχε 2 ορόφους, κάτω έμενε η οικογένοια με τους φιλοξενούμενούς της (θα τα πούμε αργότερα αυτά...) και πάνω είχε 3-4 δωμάτια με 2 κοινά μπάνια για ενοικίαση. Μπαίνοντας στο σπίτι μας είπαν ότι θα έπρεπε να βγάλουμε τα παπούτσια μας από την είσοδο κιόλας! Γνωριστήκαμε και με τη γυναίκα του σπιτονοικοκύρη, η οποία μίλαγε αρκετά περίεργα, δυνατά και αλλόκοτα αλλά και με μία αμίλητη περίεργη τύπισσα που καθόταν στην κουζίνα και ήταν χαρακτήρας από ταινία με μάγισσες! Και το βλέμμα της πραγματικά περίεργο...
Ανεβαίνοντας πάνω είδαμε πρώτα 2-3 μαύρα γατιά μέσα στο σπίτι και ένα περίεργο σκύλο που δεν έδειχνε να μας συμπαθεί ιδιαίτερα -σε αντίθεση όμως με τους οικοδεσπότες που ήταν ευγενέστατοι και φιλικότατοι και μιλάγαν άπταιστα αγγλικά.
Αφού αφήσαμε τα βρεγμένα πράγματα σε όλα τα καλοριφέρ (αν και ήταν 20 Ιουλίου έξω δεν είχε πάνω από 10 βαθμούς) θυμηθήκαμε ότι δεν έχουμε φαγητό και ότι όλα θα είναι κλειστά τέτοια ώρα. Το λέμε λοιπόν στη γυναίκα του και αφού με ρώτησε μόνο αν τρώμε μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα, μας είπε να περιμένουμε πάνω στην μεγάλη κουζίνα και σε κανά μισάωρο θα μας φέρει αυτή κάτι να φάμε.
Πρώτα να πώ για το σπίτι.
Ήταν πραγματικά κόσμημα. Ένα μεγάλο ξύλινο διόροφο σπίτι στη μέση του πουθενά στην καρδιά του δάσους με υπερβολικά καλόγουστη διακόσμηση σε κάθε γωνιά του σπιτιού, ακόμα και στο μπάνιο. Και όλα αυτά κάπου στα 1500 μέτρα υψόμετρο περίπου.
"Ο στάβλος που μας έλεγε να κοιμηθούμε, από πίσω έχει και το τυροκομείο του, τόσο καβατζωτά χτισμένο που κι εμείς την επόμενη μέρα το είδαμε"
Όση ώρα περιμέναμε βλέπαμε διάφορους ανθρώπους (6-7 ήταν νομίζω) κάθε ηλικίας και εθνικότητας (κυριολεκτικά) να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι και στο υπόγειο, μετά είδαμε έναν περίεργο πιτσιρικά που μας κοίταζε σαν να έβλεπε ανθρώπους για πρώτη φορά και αργότερα, ξεκινήσαμε να περιεργαζόμαστε τα αντικείμενα του σπιτιού. Παντού είχε βιβλία με μασονικό περιεχόμενο φωτογραφίες με την κλασσική πυραμίδα και το μάτι που είναι σύμβολο των μασόνων, και άλλα διάφορα σύμβολα αποκρυφισμού που έτυχε να γνωρίζουμε. Σε συνδιασμό με τα μαύρα γατιά την μάγισσα στην κουζίνα και τον πιτσιρικά που μας κοίταζε περίεργα είχε αρχίσει να γίνεται πολύ spooky η κατάσταση. Σκεφτόμασταν μήπως ζεσταίναν το τσουκάλι για να μας μαγειρέψουν κάτω και απλά μας καλοπιάνουν τόση ώρα...
Τελικά το γεύμα ήρθε...και πώς ήρθε όμως... με συνοδεία όλο τον κόσμο που έμενε στο σπίτι!
Ανέβηκαν πάνω 6-7 άτομα και ο καθένας κράταγε από κάτι! Το φαγητό ήταν 3 τεράστιες μερίδες μακαρόνια, μία σαλάτα με μισό τόνο λαχανικά και ένα γαμάτο ΤΖΑΤΖΙΚΙ (!!) που μας το έφτιαξε η κυρία του σπιτιού (πολύ sic ακούγεται αυτό) επειδή της είπαμε ότι είμαστε από Ελλάδα και ένα φεγγάρι έμενε στη Ρόδο λέει! Όλοι τους ήταν χαμογελαστοί, ευγενικοί, αλλά και ντροπαλοί περιέργως.
"το γεύμα μας, το οποίο μας το χρέωσε σχεδόν σε τιμή κόστους, μιας και "δεν είμαστε εστιατόριο" όπως μας είπε"
Φάγαμε, απολαύσαμε την ησυχία, το κρύο και την βροχή που είχε έξω και αφού καλού-κακού κλειδώσαμε ώστε να μη γίνουμε ανθρωποθυσία το βράδυ από την μάγισσα που καθόταν υπομονετικά στην κουζίνα πέσαμε για ύπνο λέγοντας ιστορίες για τον επικείμενο θάνατο μας που κάποτε θα γίνει πετυχημένη ταινία θρίλερ...
Για να πω την αλήθεια δεν ήμασταν και τόσο φοβισμένοι, αλλά όλο αυτό που ζούσαμε ήταν τουλάχιστον περίεργο...
Το επόμενο πρωί δεν είχαμε ιδέα τι θα κάναμε, ασχέτως του καιρού που θα ήταν βροχερός, θα έπρεπε οπωσδήποτε να βρούμε ένα φθηνότερο μέρος να μείνουμε, όπου κι αν ήταν αυτό, αν και ειλικρινά κανείς μας δεν ήθελε να φύγει από κει, ούτε από το σπίτι, ούτε από την περιοχή που ήταν όνειρο...
Μέρα 12
Zernez - Guarda - St. Moritz - Julierpass - Berninapass - Livigno - Zernez
220 χιλιόμετρα
Λίγα αλλά ανεπανάληπτα τα χιλιόμετρα σήμερα και όπως λέει και ο Tolkien, little by little one travels far...
Ξυπνάω το πρωί στο όμορφα φωτισμένο δωμάτιο και παρόλο που έξω η βροχή και ο αέρας λυσσάνε μου φτιάχνει το κέφι με τη μία
Πάμε στην κουζίνα και βλέπουμε ένα πρωινό για 10 άτομα...
και μετά ξεκινάω να χαζεύω λίγο το σπίτι και την βροχερή θέα από τα πολλά παράθυρα...
μαγεία...
παρατηρήστε τις ξύλινες καρέκλες από κορμούς γύρω από την φωτιά...
Έξω όμως έβρεχε καρέκλες και δεν θα σταμάταγε μέχρι το βράδυ οπότε έπρεπε να δούμε τι θα κάνουμε σήμερα...
Εγώ ήθελα να γυρίσω την γύρω περιοχή, τα παιδιά θέλανε κι αυτά να αράξουμε εκεί άλλη μια μέρα, αλλά η τιμή ήταν τσουχτερή... Από την άλλη και να φεύγαμε θα είχε τόση συννεφιά στα ψηλά πάσα που θέλαμε να περάσουμε που δε θα βλέπαμε τίποτα...
Μετά από αρκετή κουβέντα με τον φοβερό τύπο που είχε το σπίτι, μου πρότεινε να μας δώσει ένα μονόκλινο ξύλινο σπιτάκι που είναι πάνω από το τυροκομείο, πίσω από τον στάβλο που φαίνεται στις φωτογραφίες με κάτι λιγότερο από 25 ευρώπουλα έκαστος νομίζω.
Και εκτός του ότι ήταν μεγάλο και χωράγαμε με άνεση, είχε και κουζίνα να μαγειρέψουμε και 1 τόνο ξύλα να κάψουμε, μιας και έξω είχε κάτω από 10 βαθμούς και 100% υγρασία...
Με όλη αυτή τη κουβέντα γνωριστήκαμε καλύτερα μ' αυτή την "περίεργη" οικογένια...
Τελικά μια χαρά ήταν οι άνθρωποι, απλά είναι πιο κλειστοί από αυτό που έχουμε συνηθίσει εμείς. Η μάγισσα ήταν δασκάλα γιόγκα τελικά και σήμερα ήταν ομιλητικότατη. Τα πιτσιρίκια ήταν κάποιων φίλων τους που τα είχαν αφήσει εκεί να βοηθάνε με τις αγροτικές δουλειές του σπιτιού και να παίρνουν κάποιο χαρτζιλίκι. Χτες μας κοιτάζαν περίεργα γιατί ντρεπόντουσαν να έρθουν να μας μιλήσουν. Όλοι τους πιστεύανε σε περίεργες θρησκείες απ' όσο κατάλαβα και όλοι τους ήταν αρκετά μορφωμένοι. Και ο πάτερ φαμίλιας ήταν σίγουρα Βουδιστής, αλλά θα σας τα πω αργότερα αυτά...
Αφού η γυναίκα του μου έδειξε στον χάρτη και μου είπε τα καλύτερα της περιοχής, έκοψε και η βροχή για λίγο (όχι ότι σταμάτησε, αλλά λέμε) και είπαμε να πάμε καμιά κοντινή βόλτα να το παίξουμε τουρίστες.
Πάμε λοιπόν στη Guarda πρώτα, το αρχαιότερο χωριό της Ελβετίας, και το πιο όμορφο συνάμα...
Προσωπικά είναι από τα ωραιότερα χωριά που έχω δει ποτέ, αδυνατούσα να πιστέψω ότι ήταν πραγματικά τόσο καλόγουστο...
Και η βροχή στμάτησε όσο χρειάστηκε για να παίξω με τα σύννεφα και να φωτογραφίζω χωρίς να συχτιρίζω για το νερό που πέφτει πάνω στην μονάκριβη φωτογραφική μου.
Aπολαύστε μόνοι σας την θέα από το χωριό αλλά και τα σπίτια του:
Φτάνουμε σε μία από τις ακριβότερες περιοχές της Ελβετίας (και ένα από τα πιο ακριβότερα χειμερινά θέρετρα του κόσμου) το Saint Moritz, και βλέπουμε μία λίμνη στην μέση και δάση παντού γύρω-γύρω, με ποτάμια να την τροφοδοτούνε ασταμάτητα...
Το χωριό βρίσκεται καναδυό χιλιόμετρα παραπάνω...
Κάπου εκεί τα παιδιά είπανε να πάνε στο δωμάτιο να αράξουνε τα δυό τους και να κάνουν dolce vita, κι εγώ θα συνέχιζα τη μέρα solo, και ήτανε πολύ νωρίς ακόμα άρα μπορούσα να κάνω ό,τι ήθελα...
Πρώτα πήγα μιά βόλτα στο χωριό να το δω από κοντά...
Όμορφο, αλλά με τόνους πλουσιοτουρίστα, τόσο πολλοί που μου χαλάσανε την διάθεση με τα χρυσά τους και τις τουαλέτες τους. Πρέπει να είχε κάποια εκδήλωση μάλλον, δεν εξηγείται αλλιώς.
Στις βιτρίνες το φθηνότερο φόρεμα είχε περισσότερα από το όλο budget του ταξιδιού μας... και είχαν και κόσμο μέσα... τι να πεις...
δε ξέρω αν έπεσα στη περίπτωση εγώ αλλά 5 λεπτά σ'αυτό το χωριό αρκούν για να σιχαθείς ακόμα περισσότερο τον καπιταλισμό, ειδικά αν έχεις ήδη την προδιάθεση...
Την κάνω λοιπόν για να κάνω το Julierpass, να πάω δηλαδή μέχρι την λίμνη του, και να ξαναγυρίσω προς St. Moritz για να πάω προς Ιταλία μεριά μετά! Ήθελα να δω πολύ πράμα σήμερα, δε ξέρω γιατί αλλά είχα φοβερή διάθεση εκείνη τη μέρα!
Μέχρι να πάω και να έρθω στο Julierpass έβγαλα απίστευτα πολλές και καλές φωτογραφίες, θα σας δείξω μόνο κάποιες μετά από αρκετή δυσκολία για να τις διαλέξω...
κάπου εκεί πάνω με πιάσαν οι εσωτερικές μου αναζητήσεις και είπα να δω ακόμα περισσότερο βουνό, προς οπουδήποτε.
Μετά από τις απίστευτες φωτογραφίες όμως, τα σύννεφα ξαναπύκνωσαν και η φωτογραφική άργησε να ξαναβγεί από το tankbag...
Ξεκίνησα να πάω προς το πάσο Bernina και μετά να μπω λίγο Ιταλία στο Livigno και πάλι πίσω στο σπιτάκι μας από γύρω, όπως φαίνεται στον χάρτη...
Μέχρι και λίγο πριν την κορυφή του Bernina όμως έφαγα βροχή που θα θυμάμαι για χρόνια την ένταση της...
Και πάλι όμως παράπονο δεν έχω... καλά πέρναγα...
"Μακράν το καλύτερο Ελβετικό πάσο για στρίψιμο -δεν σε ενδιαφέρει καν αν είναι βρεγμένος ο δρόμος, αλλά κατώτερο από τα Grimsel, Susten και λοιπά γνωστά σαν φυσική ομορφιά"
Αφού πέρασα το τρομακτικά στενό, υγρό, σκαμένο μέσα στο βράχο με μία λωρίδα όλη κι όλη και ολόισιο για χιλιόμετρα τούνελ του Livigno (όσοι το έχουν περάσει μπορεί να με καταλάβουν) και έκανα καμιά 80αριά ακόμα στριφτερά χιλιόμετρα χωρίς το περιττό βάρος όπως όλες τις άλλες μέρες και ξελύσσαξα, έφτασα στο δωμάτιο όταν ξεκίνησε να πέφτει ο ήλιος και βλέπω τον Σκίουρο σε τέτοια πόζα
Φάγαμε την καρμπονάρα που μαγείρεψαν τα παιδιά και μετά αράξαμε και συζητάγαμε με τις ώρες... ωραία πράγματα
Αφού λοιπόν πέρασε κάμποση ώρα, γυρνάει η οικογένοια του σπιτιού από την πόλη που είχε πάει για να παρακολουθήσει μία παράσταση στο θέατρο και φωνάζουμε το αφεντικό να έρθει να αράξουμε παρέα!
Κάτσαμε κανα 3ωρο με τον τύπο και συζητάγαμε, μέχρι που καταλάβαμε ότι είχαμε πέσει σε "δικό μας", γι αυτό ήταν και τόσο ανοιχτός άνθρωπος.
Κάποτε στα νιάτα του (πριν 30 χρόνια) είχε ξεκινήσει κι αυτός να πάει για λίγο καιρό μέχρι την Ινδία με ένα κλασσικό βανάκι VW (τα βανάκια των χίπιδων όπως τα λένε συνήθως) με διάφορους συνταξιδιώτες ακόμα...
Τελικά λέει του άρεσε πολύ και έκατσε 4 χρόνια εκεί μέχρι να γυρίσει πίσω, έτσι ασπάστηκε και τον Βουδισμό.
Τώρα πια είχε φτιάξει την ζωή του όπως ακριβώς ήθελε.
Αρκετά χίπικα αλλά με ένα σεβαστό οικονομικό υπόβαθρο ώστε να το πετύχει.
Στη μέση του πουθενά, με δική του πηγή πόσιμου νερού που έχει μεγάλη ορμή όλο το χρόνο ώστε με ηλεκτρογεννήτρια να παίρνει και το δικό του ρεύμα από κει.
Τα εισοδήματα του ήταν από τους λίγους πελάτες του σπιτιού (μιας και ήθελε λίγο, καλό, ψαγμένο και σταθερό κόσμο) και από το τυρί, το γάλα, το κρέας και το μαλλί από τα πρόβατα.
Για του λόγου του αληθές κατά τα μεσάνυχτα πήγαμε παρέα να στραγγίξουμε τα τυριά και να τα βάλει να στεγνώσουν (να ωριμάσουν δηλαδή), μια διαδικασία που κρατάει από 1 έως 3 χρόνια, για αυτό και είναι τόσο ακριβό το τυρί του μας έλεγε, γιατί ωριμάζει όσο πρέπει, ή όσο αρέσει στον κάθε πελάτη...
Στο τέλος μου είπε να του στείλω με mail (καμία σχέση οι Έλληνες βουνίσιοι αγρότες με τους Ελβετούς σε εξέλιξη) την συνταγή της φέτας που φτιάχνει η γιαγιά μου γιατί με αυτές που κατεβάζει από το ίντερνετ δεν του βγήκε καλή όσες φορές προσπάθησε να φτιάξει...
Στο τυροκομείο μεταμεσονύκτια λοιπόν, και με τσιγάρο στο στόμα γιατί ο τυροκόμος είναι και μερακλής:
Έπεσα αργά για ύπνο, αρκετά ζαλισμένος από τα ξύδια και προσπαθώντας να χωνέψω ότι είναι 21 Ιουλίου και εμείς βάζαμε τα ξύλα στη σόμπα το ένα πίσω απ' το άλλο... Ξεκίνησα να σκέφτομαι πόσο θα με χάλαγαν τα 40άρια που θα συναντάγαμε όταν θα κατεβαίναμε από τα βουνά σε λίγες μέρες, αλλά ακόμα είχαμε πολύ δρόμο μπροστά μας μέχρι τότε...
bonus tracks της ημέρας
"Ο μεγαλύτερος σκύλος που έχω δει στη ζωή μου, 83 κιλά αθώου γίγαντα,15 κιλά περισσότερα από μένα δηλαδή, να ναι καλά η Τόνια που έβγαζε φωτογραφίες όποιο ζώο συναντάγαμε. Το ημίαιμο husky δίπλα του μοιάζει με κουτάβι αλλά δεν είναι..."